ἀλλοτριόω

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριόω Medium diacritics: ἀλλοτριόω Low diacritics: αλλοτριόω Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΟΩ
Transliteration A: allotrióō Transliteration B: allotrioō Transliteration C: allotrioo Beta Code: a)llotrio/w

English (LSJ)

A estrange from: c. gen., deprive, τῶν σωμάτων τὴν πόλιν οὐκ ἀλλοτριοῦντες Th.3.65; τοὺς ἠλλοτριωκότας ἑαυτοὺς ἀπὸ τῆς λῃτουργίας those who have withdrawn themselves from... D.51.17.
2 c. dat. pers., make hostile to another, τὴν χώραν τοῖς πολεμίοις X.Cyr.6.1.16:—Pass., become estranged, be made enemy, τινί Th.8.73; πρὸς τὴν αἴρεσιν Vit.Philonid.p.12C.; πρός τι to be prejudiced against thing, D.H.Th.27; ἀπό τινος disguise oneself from, LXX Ge. 42.7; πρὸς τὰ καίοντα to be inaccessible to cautery, Antyll. ap. Orib.10.22.4.
3 to be unnatural, have a strange taste, τροφὴν ἀλλοτριοῦσαν ἔκπτυε Phld.Lib.p.9 O.
4 Pass., to be alienated from one's natural condition, Pl.Ti.64e.
5 Pass., also of things, to be alienated, fall into other hands, ἀλλοτριοῦται ἡ ἀρχή Hdt.1.120, cf. D.18.88.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1enajenar, apartar, privar c. ac. y gen. τῶν σωμάτων τὴν πόλιν privar a la ciudad de vuestras personas Th.3.65, ἑαυτοὺς ... τῆς Ῥωμαίων φιλίας ἀλλοτριώσαντες Plb.8.3.1, cf. CChalc.Act.2 (2.1.2, p.29), τοὺς ἠλλοτριωκότας αὐτοὺς ἀπὸ τῆς λῃτουργίας los que se han desentendido de la liturgia D.51.17
c. ac. y dat. enajenar incluso hacer hostil ταῦτα δὴ τοῖς μὲν πολεμίοις ἀλλοτριώσει τὴν χώραν X.Cyr.6.1.16, οὔτε γὰρ ἀλλοτριῶσαι εἰκὸς ἦν αὑτῷ τὸ ζῷον pues no sería probable que (la naturaleza) alienara al ser vivo de sí mismo Chrysipp.Stoic.3.43, cf. 3.35
sólo c. ac. τὰς δεσποτείας καὶ κυρίας ἀλλοτριώσαντας que enajenaban (sus) derechos de señorío y propiedad, POxy.1468.23 (III a.C.), cf. POxy.1470.15
c. ac. de pers. enajenar las simpatías de τοὺς ἡμετέρους Gr.Naz.M.36.164B.
2 considerar ajeno, no relacionado en lit. crist. μόνα τῆς φύσεως ἀλλοτριοῦμεν ἐκεῖνα ὅσα ἐπίκτητα γίνεταί τισι καὶ ἀπόκτητα Gr.Nyss.Eun.2.448, ἀλλοτριῶν τοῦ πατρὸς τὸν μονογενῆ Basil.M.29.553A.
II en v. med. pas.
1 c. ac. rechazar ὅταν ἴδωσί σε ἀλλοτριούμενον αὐτοῦ τὴν ἡδονὴν cuando vean que tú rechazas su alegría Chrys.M.62.379.
2 ser rechazado τὸ συγγενές D.C.41.29.4
c. gen. ser privado ἀλλοτριωθῆναι αὐτὸν τῆς ὄντως ζωῆς Gr.Nyss.Ref.Eun.385.28.
B intr.
I act. ser raro, ser extraño τρο[φ] ὴν ἀλλοτριοῦσαν ἔκπτυε escupe la comida que tiene un gusto raro Phld.Lib.p.9.
II v. med.-pas.
1 apartarse, separarse incluso enemistarse, volverse contra (ἀποικία) ἀδικουμένη δὲ ἀλλοτριοῦται pero maltratada (una colonia) se separa (de la metrópoli), Th.1.34, οἱ βλαπτόμενοι ἠλλοτριοῦντο D.C.38.12.5, cf. c. dat. Σάμον Ἀθηναίοις ἀλλοτριωθεῖσαν Samos convertida en contraria de los atenienses Th.8.73, cf. LXX 1Ma.11.53, 15.27
c. πρός + ac. ἠλλοτριωμένου πρὸς τὴν αἵρεσιν habiéndose enemistado con la escuela (epicúrea) Vit.Philonid.p.953, cf. D.H.Th.27
c. gen. de pers. ἀπὸ τοῦ πλήθους LXX 1Es.9.4, ἀφ' ἡμῶν LXX 1Ma.6.24, ἠλλοτρίωται τοῦ θεοῦ ἡ ψυχή σου Nil.M.79.101D
c. gen. de cosa separarse, privarse ῥᾳστώνης ἁπάσης καὶ τρυφηλῆς διαίτης Eus.VC 2.14
subst. τὸ ἀλλοτριωθέν la enemistad, aversión D.C.47.5.5.
2 ser enajenado, caer en otras manos, perderse (ἡ ἀρχή) ἀλλοτριοῦται ἐς τὸν παῖδα Hdt.1.120, cf. 18.88, μὴ περιιδεῖν ἀλλοτριωθὲν τὸ φρούριον IPr.494.13 (Éfeso III a.C.), αὑτῷ ἡ θάλασσα παραυτίκα ἠλλοτριώθη D.C.43.31.3, διὰ τὴν ἐκείνων δυναστείαν ἀλλοτριωθῆναι Aristeas 120, cf. Basil.M.31.284B.
3 fil. ser sacado de su condición natural, ser enajenado ἀλλοτριούμενα μὲν λύπας, καθιστάμενα δὲ εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν ἡδονάς (los cuerpos tienen) dolor cuando son sacados de su condición natural, placer cuando vuelven a ella Pl.Ti.64e, τὸ προσιὸν (ὕδωρ) ἠλλοτριωμένον ἐστίν (cuando) el agua que fluye es alterada en su condición natural Arist.Pr.937b19, οὑγκέφαλος ἠλλοτρίωτο se le fue la cabeza Euphro 10.5 (cj.).
4 fil. ser ajeno, no tener relación ἠλλοτριωμένα e.d. μηδεμίαν συνέχειαν ἔχοντα ὥσπερ οἱ ἀριθμοί πρὸς τὰ ἐπίπεδα Alex.Aphr.in Metaph.816.5
c. gen. νοῦ ... χρονικής ἁπάσης ἠλλοτριωμένου σχέσεως Simp.in Ph.1157.34, ψυχή, πάσης ταραχῆς ἀ. Origenes Io.6.1.
5 permanecer ajeno, no darse a conocer Ἰωσήφ ... ἠλλοτριοῦτο ἀπ' αὐτῶν LXX Ge.42.7.
6 estar demasiado alejado, ser inaccesible αἱμορραγίαι ... ἀφ' ὑστέρας ... πρὸς τὰ καίοντα ὅλως ἀλλοτριοῦνται Antyll. en Orib.10.22.4.

German (Pape)

[Seite 106] entfremden, abgeneigt, abwendig machen, τὴν χώραν τοῖς πολεμίοις Xen. Cyr. 6, 1, 16; τῶν σωμάτων τὴν πόλιν Thuc. 3, 65. Bei Plat. ist ἀλλοτριούμενα dem καθιστάμενα εἰς ταὐτόν entgegengesetzt Tim. 64 e; ἀλλοτριωθῆναι τοῖς Ἀθηναίοις Thuc. 8, 73. Absol., ἡ ἀρχὴ ἀλλοτριοῦται Her. 1, 120. das Reich kommt in fremde Hände.

French (Bailly abrégé)

ἀλλοτριῶ :
f. ἀλλοτριώσω, ao. ἠλλοτρίωσα, pf. ἠλλοτρίωκα;
Pass. ao. ἠλλοτριώθην, pf. ἠλλοτρίωμαι;
rendre étranger :
1 séparer : τῶν σωμάτων πόλιν THC séparer, càd priver une cité de ses habitants;
2 aliéner, faire passer en d'autres mains;
3 fig. aliéner, rendre hostile;
Pass. ἀλλοτριοῦσθαι devenir hostile.
Étymologie: ἀλλότριος.

Greek Monotonic

ἀλλοτριόω: μέλ. -ώσω (ἀλλότριος
1. με γεν. προσ., αποξενώνω από, τῶν σωμάτων τὴν πόλιν, σε Θουκ.
2. με δοτ. προσ., καθιστώ εχθρική ως προς άλλο, τὴν χώραν τοῖς πολεμίοις, σε Ξεν. — Παθ., γίνομαι εχθρός, τινί, σε Θουκ.
3. στην Παθ., λέγεται για πράγματα, απαλλοτριώνομαι, πέφτω σε ξένη ιδιοκτησία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριόω:
1 отчуждать, отнимать (τί τινος Thuc. и τί τινι Xen.): ἡ ἀρχὴ ἀλλοτριοῦται (ἔς τινα) Her. власть переходит к кому-л.; ἀ. ἑαυτὸν ἀπό τινος Dem. уклоняться от чего-л.; Σάμος Ἀθηναίοις ἀλλοτριωθεῖσα Thuc. отторгнутый от афинян Самос; ἀ. χώραν τινί Xen. делать страну враждебной кому-л., склонять к отпадению от кого-л.; ἀ. τινα πρός τι Plut. отрывать или отклонять кого-л. от чего-л.;
2 становиться чуждым (τινι Diod.).

Middle Liddell

ἀλλότριος
1. c. gen. pers. to estrange from, τῶν σωμάτων τὴν πόλιν Thuc.
2. c. dat. pers. to make hostile to another, τὴν χώραν τοῖς πολεμίοις Xen.:—Pass. to be made an enemy, τινι Thuc.
3. in Pass. of things, to be alienated, fall into other hands, Hdt.

Lexicon Thucydideum

alienare, to estrange, alienate, 3.65.3,
privantes, depriving.
PASS. 1.34.1, 8.73.4.