распределять: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[διαφέρω]], [[κρίνω]], [[διαλαμβάνω]], [[μερίζω]], [[μερίσδω]], [[δαίω]], [[δαΐζω]], [[καταμερίζω]], [[μοιράω]], [[ἐνδατέομαι]], [[ἀναδαίω]], [[καταλοχίζω]], [[ἐπινέμω]], [[διαδίδωμι]], [[συμμερίζομαι]], [[διαμερίζω]], [[διανέμω]], [[ἐπιδιαιρέω]], [[λοχίζω]], [[ἀπομείρομαι]], [[διακληρόω]], [[ἐπινωμάω]], [[νωμάω]], [[νέμω]], [[διοχετεύω]], [[συλλοχίζω]], [[ἐγκατασπείρω]], [[διατάσσω]], [[διατάττω]], [[διαγράφω]], [[κεφαλαιόω]], [[συλλογίζομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 15 October 2019
Russian > Greek
διαφέρω, κρίνω, διαλαμβάνω, μερίζω, μερίσδω, δαίω, δαΐζω, καταμερίζω, μοιράω, ἐνδατέομαι, ἀναδαίω, καταλοχίζω, ἐπινέμω, διαδίδωμι, συμμερίζομαι, διαμερίζω, διανέμω, ἐπιδιαιρέω, λοχίζω, ἀπομείρομαι, διακληρόω, ἐπινωμάω, νωμάω, νέμω, διοχετεύω, συλλοχίζω, ἐγκατασπείρω, διατάσσω, διατάττω, διαγράφω, κεφαλαιόω, συλλογίζομαι