присоединяться: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀμφικεῖμαι]], [[ἀποφοιτάω]], [[προσχωρέω]], [[προστρέχω]], [[προσεπιγίγνομαι]], [[κατακοσμέω]], [[πρόσκειμαι]], [[συγκατατίθεμαι]], [[προσγίγνομαι]], [[προσγίνομαι]], [[προσέρχομαι]], [[ἐπιχωρέω]], [[παρεισέρχομαι]], [[συναγορεύω]], [[προσκληρόω]] | |rueltext=[[προσάπτω]], [[ἀμφικεῖμαι]], [[ἀποφοιτάω]], [[προσχωρέω]], [[προστρέχω]], [[προσεπιγίγνομαι]], [[κατακοσμέω]], [[πρόσκειμαι]], [[συγκατατίθεμαι]], [[προσγίγνομαι]], [[προσγίνομαι]], [[προσέρχομαι]], [[ἐπιχωρέω]], [[παρεισέρχομαι]], [[συναγορεύω]], [[προσκληρόω]], [[συμβαίνω]], [[κολλάω]], [[ἐπιγίγνομαι]], [[πρόσειμι]], [[ὑπορρέω]], [[συνέρχομαι]], [[συναπογράφομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 15 October 2019
Russian > Greek
προσάπτω, ἀμφικεῖμαι, ἀποφοιτάω, προσχωρέω, προστρέχω, προσεπιγίγνομαι, κατακοσμέω, πρόσκειμαι, συγκατατίθεμαι, προσγίγνομαι, προσγίνομαι, προσέρχομαι, ἐπιχωρέω, παρεισέρχομαι, συναγορεύω, προσκληρόω, συμβαίνω, κολλάω, ἐπιγίγνομαι, πρόσειμι, ὑπορρέω, συνέρχομαι, συναπογράφομαι