διεκδικητής: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(9) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diekdikitis | |Transliteration C=diekdikitis | ||
|Beta Code=diekdikhth/s | |Beta Code=diekdikhth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=οῦ, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[defensor]], ib. 10.11.8.7a (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 14:55, 28 June 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = Lat.
A defensor, ib. 10.11.8.7a (pl.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ defensor, Cod.Iust.10.11.8.7a.
Greek Monolingual
ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ διεκδικητής, ο) διεκδικώ
νεοελλ.
1. αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο δικαίωμα («διεκδικητής περιουσίας»)
2. υποψήφιος, μνηστήρας («διεκδικητής του θρόνου»)
μσν.
1. υπερασπιστής
2. κηδεμόνας, πληρεξούσιος.