διορθωτικός: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diorthotikos | |Transliteration C=diorthotikos | ||
|Beta Code=diorqwtiko/s | |Beta Code=diorqwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[corrective]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1131a1</span>; <b class="b3">τὰ -κά</b>, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.<span class="title">Oxy.</span>221 xv 25, xvii 31. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust. 936.43</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:00, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A corrective, Arist.EN1131a1; τὰ -κά, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.Oxy.221 xv 25, xvii 31. Adv. -κῶς Eust. 936.43.
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1correctivo en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.Strom.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.Tres dei.51.3
•de la justicia correctivo (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ (εἶδος τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos Arist.EN 1131a1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.EE 1248b5, ἡ δὲ τῆς φύσεως δύναμις Gr.Nyss.Or.Catech.68.15.
2 filol. relativo a la crítica textual μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.Il.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.Il.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.Il.17.607c.
II adv. -ῶς correctamente, de forma recta ταῦτα ... δ. λέγει Didym.in Iob 180.4, cf. Chrys.Iob.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.in R.1.204, cf. Eust.936.43.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διορθωτικός, -ή, -όν) διορθωτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή
2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση
νεοελλ.
1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό
ειδικό υγρό για τη διαγραφή σφαλμάτων σε γραπτό κείμενο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διορθωτικά
η αμοιβή του διορθωτή.
Russian (Dvoretsky)
διορθωτικός: исправляющий, улучшающий, совершенствующий (εἶδος δικαιοσύνης Arst.).