σύμμιγμα: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmigma
|Transliteration C=symmigma
|Beta Code=su/mmigma
|Beta Code=su/mmigma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">commixture</b>, Plu.2.922a, 955a.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[commixture]], Plu.2.922a, 955a.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:30, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμιγμα Medium diacritics: σύμμιγμα Low diacritics: σύμμιγμα Capitals: ΣΥΜΜΙΓΜΑ
Transliteration A: sýmmigma Transliteration B: symmigma Transliteration C: symmigma Beta Code: su/mmigma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A commixture, Plu.2.922a, 955a.

German (Pape)

[Seite 982] τό, das Gemischte, die Mischung, Zusammensetzung, καὶ φύραμα Plut. fac. orb. lun. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμιγμα: τό, μῖγμα, τὴν ἔγγιστα γῆν ὁρῶσιν ἀέρων καὶ ὑδάτων καὶ ἡλίου καὶ θερμότητος ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην Πλούτ. 2. 955Α, πρβλ. 922Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mélange.
Étymologie: συμμίγνυμι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν
το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. -μα].

Russian (Dvoretsky)

σύμμιγμα: ατος τό смесь (ἀέρος καὶ πυρός Plut.).