χιλιοναύτης: Difference between revisions
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chilionaytis | |Transliteration C=chilionaytis | ||
|Beta Code=xilionau/ths | |Beta Code=xilionau/ths | ||
|Definition=ου, Dor. χῑλιο-ναύτας, α, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, Dor. χῑλιο-ναύτας, α, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with]] or <b class="b2">of a thousand ships</b>, στόλος Ἀργείων <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>45</span> (anap.); <b class="b3">σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα</b> prob. in <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>141</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 28 June 2020
English (LSJ)
ου, Dor. χῑλιο-ναύτας, α, ὁ, ἡ,
A with or of a thousand ships, στόλος Ἀργείων A.Ag.45 (anap.); σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα prob. in E.IT141 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1356] στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιοναύτης: -ου, Δωρ. -ναύτας, α, ὁ, ἡ, ὁ συγκείμενος ἐκ χιλίων νεῶν, χιλίων πολεμικῶν πλοίων, στόλος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 45· σὺν κώπᾳ χ. Εὐρ. Ι. Τ. 141· - ἀμφότερα λυρικὰ χωρία· - Λοβεκ. Παραλ. 268.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
de mille matelots.
Étymologie: χίλιοι, ναύτης.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χιλιοναύτας, ὁ, Α χιλιόναυς
(για στόλο) αυτός που αποτελείται από χίλια πολεμικά πλοία («στόλον Ἀργείων χιλιοναύτην τήσδ' ἀπὸ χώρας ἧραν», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
χῑλιοναύτης: -ου, Δωρ. -ναύτας, -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από χίλια πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιοναύτης: дор. χῑλιοναύτᾱς, ου adj. m Aesch., Eur. = χιλιόναυς.