πρότιμος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protimos | |Transliteration C=protimos | ||
|Beta Code=pro/timos | |Beta Code=pro/timos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">most honoured</b>, <span class="bibl">Xenoph.2.17</span>: abs., <b class="b3">π. λίθοι</b> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">most honoured</b>, <span class="bibl">Xenoph.2.17</span>: abs., <b class="b3">π. λίθοι</b> [[precious]] stones, v.l. in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>947d</span>; προτιμότερον τῶν χρημάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Erx.</span>393d</span> (v.l.), cf. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 6.10.2</span>, Luc.<b class="b2">D Deor</b>.5.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>8.4</span> (s. v.l.), <span class="bibl">D.C.47.31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:46, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg.947d; προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx.393d (v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.
German (Pape)
[Seite 793] vor Andern geehrt, vorzüglich; λίθοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πρότῑμος: -ον, (τιμή) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος τιμῆς ἄξιος ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plus honoré, plus estimé que, gén..
Étymologie: πρό, τιμή.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον άλλο ή ο άξιος περισσότερης τιμής («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει», Ξεν.)
2. (για λίθους) πολύτιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. έν-τιμος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.
Russian (Dvoretsky)
πρότῑμος: тж. compar.
1) более ценный, предпочтительный (τῶν χρημάτων Plat.; τέχνη Luc.);
2) драгоценный (λίθοι Plat.).