ἀρμενίζω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=armenizo
|Transliteration C=armenizo
|Beta Code=a)rmeni/zw
|Beta Code=a)rmeni/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sail</b>, Gloss.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sail]], Gloss.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:15, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρμενίζω Medium diacritics: ἀρμενίζω Low diacritics: αρμενίζω Capitals: ΑΡΜΕΝΙΖΩ
Transliteration A: armenízō Transliteration B: armenizō Transliteration C: armenizo Beta Code: a)rmeni/zw

English (LSJ)

   A sail, Gloss.

German (Pape)

[Seite 355] segeln?

Greek (Liddell-Scott)

ἀρμενίζω: μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, πλέω, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

náut. largar velas, hacerse a la mar πλοῖον Cyran.1.13.12, 3.6.3, Phys.A 121.2
navegar (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας αὑτοῦ, καὶ ἀρμενίζει Phys.A 121.3, cf. Gloss.2.245.

Greek Monolingual

(AM ἀρμενίζω)
ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)
μσν.- νεοελλ.
1. αποπλέω, ξεκινώ
2. κάνω ώστε ν' αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά
νεοελλ.
φρ.
1. «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του
2. «που αρμενίζει ο νους σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί
3. «έχετε γεια, γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' αρμενίζω» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.