ἰσόσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(18)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isostathmos
|Transliteration C=isostathmos
|Beta Code=i)so/staqmos
|Beta Code=i)so/staqmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">equal in weight</b>, Dsc.1.44, Orib.<span class="title">Fr.</span>106, <span class="bibl">App.<span class="title">Sic.</span>3</span>; <b class="b2">even</b>, <b class="b3">σφυγμός</b> [Gal.]19.641; gloss on [[σύσταθμος]], ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>98</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">equal in weight</b>, Dsc.1.44, Orib.<span class="title">Fr.</span>106, <span class="bibl">App.<span class="title">Sic.</span>3</span>; [[even]], <b class="b3">σφυγμός</b> [Gal.]19.641; gloss on [[σύσταθμος]], ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>98</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:30, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόσταθμος Medium diacritics: ἰσόσταθμος Low diacritics: ισόσταθμος Capitals: ΙΣΟΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: isóstathmos Transliteration B: isostathmos Transliteration C: isostathmos Beta Code: i)so/staqmos

English (LSJ)

ον,

   A equal in weight, Dsc.1.44, Orib.Fr.106, App.Sic.3; even, σφυγμός [Gal.]19.641; gloss on σύσταθμος, ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, Ptol.Tetr.98.

German (Pape)

[Seite 1267] gleich wiegend, gleich schwer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόσταθμος: -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· ἴσος, κανονικός, σφυγμὸς Γαλην. 7. 336.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, -ον)
αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγής
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμα
α) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώς
β) συμμετρικά
2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής.
επίρρ...
ισόσταθμαἰσοστάθμως)
με την ίδια αναλογία, εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σταθμος < σταθμός «ζυγός» (πρβλ. αντί-σταθμος, σύ-σταθμος)].