ἰουλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(17)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iouloforos
|Transliteration C=iouloforos
|Beta Code=i)oulofo/ros
|Beta Code=i)oulofo/ros
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">downy</b>, <b class="b3">γένυς</b> Demitsas <b class="b3">Μακεδ</b>.No.410 (Thessalonica, ii A.D.).</span>
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[downy]], <b class="b3">γένυς</b> Demitsas <b class="b3">Μακεδ</b>.No.410 (Thessalonica, ii A.D.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:30, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰουλοφόρος Medium diacritics: ἰουλοφόρος Low diacritics: ιουλοφόρος Capitals: ΙΟΥΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ioulophóros Transliteration B: ioulophoros Transliteration C: iouloforos Beta Code: i)oulofo/ros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A downy, γένυς Demitsas Μακεδ.No.410 (Thessalonica, ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰουλοφόρος: -ον, φέρων ἰούλους, ἀμφὶ γένυν χνοάων πρῶτον ἰουλοφόρον Ἐπιγρ. Θεσσαλ. ἔμμετρος, Mém. sur une mis. au mont Athos σ. 22.

Greek Monolingual

ο (Α ἰουλοφόρος, -ον)
αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα
φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο-φόρος, τροχο-φόρος.