ὑπτίασμα: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yptiasma | |Transliteration C=yptiasma | ||
|Beta Code=u(pti/asma | |Beta Code=u(pti/asma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is laid back</b>, <b class="b3">ὑπτιάσματα χερῶν</b> <b class="b2">attitudes of supplication</b> with hands | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is laid back</b>, <b class="b3">ὑπτιάσματα χερῶν</b> <b class="b2">attitudes of supplication</b> with hands [[upstretched]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>1005</span>; <b class="b3">ὑ. κειμένου πατρός</b> his father's [[body]] as it lies [[supine]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>1285</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:10, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν attitudes of supplication with hands upstretched, A.Pr.1005; ὑ. κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Id.Ag.1285.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτίασμα: τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, στάσις ὑπτία, στάσις τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ πτῶμα, ὁ θάνατος, ὑπτίασμα κειμένου πατρός, τὸ σῶμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ θάνατος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées (attitude des suppliants).
Étymologie: ὑπτιάζω.
Greek Monolingual
-άσματος, τὸ, Α ὑπτιάζω
(ποιητ. τ.)
1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση
2. (κατ' επέκτ.) α) πτώμα
β) θάνατος
3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ὑπτίασμα: -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται σε ύπτια θέση, ξαπλωμένο ανάσκελα, ὑπτιάσματα χερῶν, ικεσία που εκτελείται με χέρια τεντωμένα προς τα πάνω, Λατ. supinis manibus, σε Αισχύλ.· ὑπτίασμα κειμένου πατρός, το σώμα του πατέρα του καθώς βρίσκεται σε ύπτια θέση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπτίασμα: ατος τό опрокинутость: ὑ. κειμένου πατρός Aesch. лежащее навзничь тело отца; ὑπτιάσμασιν χερῶν Aesch. с закинутыми (в знак мольбы) руками.
Middle Liddell
ὑπτίασμα, ατος, τό, [from ὑπτιάζω
that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν supplication with hands upstretched, Lat. supinis manibus, Aesch.; ὑπτίασμα κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Aesch.