ἔνδεσμος: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=endesmos | |Transliteration C=endesmos | ||
|Beta Code=e)/ndesmos | |Beta Code=e)/ndesmos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bundle]], [[bag]], Dsc.3.83, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.10</span>, al., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>10</span>; <b class="b3">ἔ. ἀργυρίου</b> [[purse]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>7.20</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Archit., [[bonding]], τείχους <span class="title">SIG</span>2587.308 (pl., written <b class="b3">ἐνδέσζμων</b>) ; ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>2.26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:50, 30 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A bundle, bag, Dsc.3.83, LXX 3 Ki.6.10, al., Luc.Lex.10; ἔ. ἀργυρίου purse, LXX Pr.7.20. II Archit., bonding, τείχους SIG2587.308 (pl., written ἐνδέσζμων) ; ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου Procop.Pers.2.26.
German (Pape)
[Seite 832] ὁ, Einband, Band, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδεσμος: ὁ, τεμάχιον πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει εἶδος σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς ὀθόνιον καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον ἀγγεῖον, ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) βαλλάντιον, ἔνδεσμος ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐνδεσζμ- IEleusis 177.437 (IV a.C.)
1 paquete, atadijo, envoltorio, Graff.Dip.B 9 (V a.C.) (dud., cf. SEG 37.121), para limpiar sustancias medicinales mediante inmersión, Dsc.3.83.3, 5.75.8
•bolsa, talega ἔ. ἀργυρίου LXX Pr.7.20, cf. Ephr.Syr.1.74D.
2 arq.:
a) armadura, trabazón, andamiaje de maderas, para adosar una galería a una casa συνέσχεν τὸν ἔνδεσμον ἐν ξύλοις κεδρίνοις LXX 3Re.6.10, para asegurar una rampa artificial de tierra y piedras, Procop.Pers.2.26.24;
b) pieza de armadura, elemento de armazón en madera, para reforzar o consolidar un muro τοὺς ἐνδέσζμους (sic) τοῦ τείχους IEleusis l.c., cf. IG 22.463.50, IOropos 293.36 (todas IV a.C.), para trabar diversos elementos constructivos entre sí IEleusis 151.23, 27 (IV a.C.), τῆς ἀνακαθάρσεως τῶν ἐνδέσμων τοῦ ἀναλήμματος IEleusis 177.19 (IV a.C.). < ἔνδεσμος ἔνδετος > ἔνδεσμος, -ον
sujeto, presocon esposas y cepo, Luc.Lex.10.
Greek Monolingual
ο (AM ἔνδεσμος)
ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.
νεοελλ.
1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους
2. ενδέτης
αρχ.
1. λεπτό ύφασμα του οποίου δένονται τα τέσσερα άκρα για να χρησιμοποιηθεί για διήθηση υγρού
2. κομπόδεμα, πουγγί.