μεταλλεία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metalleia
|Transliteration C=metalleia
|Beta Code=metallei/a
|Beta Code=metallei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">searching for metals</b> and the like, [[mining]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>114e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>842d</span> (pl.), <span class="bibl">Str.3.2.9</span>, al.: in pl., concrete, [[mines]], <span class="bibl">Id.3.2.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">mining operations</b> in a siege, <span class="bibl">D.S.16.74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">underground channel</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>761c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> metaph., μεγαλόδωρος ἡ μ. τοῦ ἀληθοῦς <span class="bibl">Max.Tyr.17.2</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">searching for metals</b> and the like, [[mining]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>114e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>842d</span> (pl.), <span class="bibl">Str.3.2.9</span>, al.: in pl., concrete, [[mines]], <span class="bibl">Id.3.2.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[mining operations]] in a siege, <span class="bibl">D.S.16.74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[underground channel]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>761c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> metaph., μεγαλόδωρος ἡ μ. τοῦ ἀληθοῦς <span class="bibl">Max.Tyr.17.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλεία Medium diacritics: μεταλλεία Low diacritics: μεταλλεία Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ
Transliteration A: metalleía Transliteration B: metalleia Transliteration C: metalleia Beta Code: metallei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A searching for metals and the like, mining, Pl.Criti.114e, Lg.842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in pl., concrete, mines, Id.3.2.3.    2 mining operations in a siege, D.S.16.74.    3 underground channel, Pl.Lg.761c.    4 metaph., μεγαλόδωρος ἡ μ. τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2.

German (Pape)

[Seite 149] ἡ, das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte, ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Plat. Critia. 114 e; τὸ πολὺ τοῦ ἀργύρου βαθείαις καὶ κακοπάθοις μεταλλείαις εὑρίσκεται, Ath. VI, 233 e. – Daher = Graben, συνάγοντες μεταλλείαις τὰ πηγαῖα ὕδατα, Plat. Legg. IV, 761 c; Mine, D. Sic. 16, 74; Ael. N. A. 16, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλεία: ἡ, (μεταλλεύω) τὸ ἀναζητεῖν μέταλλα καὶ τὰ ὅμοια, ἡ ἐκμετάλλευσις, Πλάτ. Κριτί. 114Ε, Νόμ. 842D. 2) ὑπονομευτικὰ ἔργα ἐν πολιορκίᾳ, Διόδ. 16. 74. 3) ὑπόγειος ὀχετός, Πλάτ. Νόμ. 761C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail de mine;
2 opérations de mine dans un siège;
3 mine, fosse.
Étymologie: μέταλλον.

Greek Monolingual

η (Α μεταλλεία) μεταλλεύω
η αναζήτηση μετάλλων στο έδαφος, μετάλλευση («ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα στερεὰ καὶ ὅσα τηκτὰ γέγονε», Πλάτ.)
αρχ.
1. υπονομευτικά έργα σε πολιορκία («διὰ τῆς μεταλλείας ὑπορύττων ἐπὶ πολὺ μέρος τοῦ τείχους κατέβαλλε», Διόδ.)
2. υπόγειος οχετός
3. μτφ. ανεύρεση πολύτιμου πράγματος («μεγαλόδωροςμεταλλεία τοῦ ἀληθοῡς», Μάξ.)
4. στον πληθ. αἱ μεταλλεῑαι
α) τα μέταλλα
β) η εργασία σε μεταλλείο.

Greek Monotonic

μεταλλεία: ἡ, έρευνα για μέταλλα και παρόμοια, η ενέργεια του μεταλλωρύχου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλείᾱ:
1) ров, канал (μεταλλείαις νάματα συνάγειν Plat.);
2) pl. горный промысел, раскопки: ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα Plat. все, что добывается из земных недр;
3) воен. земляные работы Diod.

Middle Liddell

μεταλλεία, ἡ,
a searching for metals and the like, mining, Plat. [from μεταλλεύω