κορυθάϊξ: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(nl) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korythaiks | |Transliteration C=korythaiks | ||
|Beta Code=koruqa/i+c | |Beta Code=koruqa/i+c | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ῑκος,</b> (ἀΐσσω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">helmet-shaking</b>, i.e. | |Definition=[<b class="b3">ᾱ], ῑκος,</b> (ἀΐσσω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">helmet-shaking</b>, i.e. [[with waving plume]], κορυθάϊκι πτολεμιστῇ <span class="bibl">Il.22.132</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:31, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω)
A helmet-shaking, i.e. with waving plume, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Il.22.132.
Greek (Liddell-Scott)
κορυθάϊξ: ᾰ, ῑκος, (άΐσσω) ὁ σείων τὴν περικεφαλαίαν, δηλ. ἔχων λόφον σειόμενον, ἐπίθε τ ρεως, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Ἰλ. Χ. 123.
French (Bailly abrégé)
άϊκος;
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, ἀΐσσω.
Greek Monolingual
κορυθάϊξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που σείει την περικεφαλαία
2. ισχυρός, δυνατός («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + -άϊξ (< ἀΐσσω «πηδώ εφορμώ»), πρβλ. πολυ-άϊξ, τριχ-άϊξ].
Greek Monotonic
κορυθάϊξ: [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την περικεφαλαία, που έχει δηλ. λοφίο που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κορῠθάϊξ: άϊκος (ᾱ) adj. потрясающий шлемом, т. е. гривой шлема (πτολεμιστής Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυθάϊξ -άϊκος, ὁ [κόρυς, ἀίσσω] die zijn helm schudt (Ares).