σάκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=saktor
|Transliteration C=saktor
|Beta Code=sa/ktwr
|Beta Code=sa/ktwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[packer]], <b class="b3">Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν</b> <b class="b2">who fills</b> the nether world with Persians, of death, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>924</span> (unless <b class="b3">Περσᾶν</b> be taken with <b class="b3">ἥβαν</b>).</span>
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[packer]], <b class="b3">Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν</b> [[who fills]] the nether world with Persians, of death, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>924</span> (unless <b class="b3">Περσᾶν</b> be taken with <b class="b3">ἥβαν</b>).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:09, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάκτωρ Medium diacritics: σάκτωρ Low diacritics: σάκτωρ Capitals: ΣΑΚΤΩΡ
Transliteration A: sáktōr Transliteration B: saktōr Transliteration C: saktor Beta Code: sa/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A packer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν who fills the nether world with Persians, of death, A.Pers.924 (unless Περσᾶν be taken with ἥβαν).

German (Pape)

[Seite 859] ορος, ὁ, der Vollstopfer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, der den Hades vollstopft, die Unterwelt mit Todten füllt, Aesch. Pers. 888.

Greek (Liddell-Scott)

σάκτωρ: -ορος, ὁ, (σάττω) ὁ φορτώνων, γεμίζων, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, ὁ πληρῶν τὸν κάτω κόσμον μὲ Πέρσας, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 924 (ἂν μὴ ἡ γεν. Περσᾶν συναφθῇ μετὰ τοῦ ἥβαν, οὐχὶ μετὰ τοῦ σάκτορι).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
celui qui remplit, qui entasse : σάκτωρ ᾍδου ESCHL pourvoyeur des Enfers.
Étymologie: σάττω.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει κάτι («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» — αυτός που γεμίζει τον κάτω κόσμο με Πέρσες, δηλαδή ο θάνατος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. τινάκ-τωρ)].

Greek Monotonic

σάκτωρ: -ορος, ὁ (σάττω), αυτός που φορτώνει, που συσκευάζει· Ἅιδου σάκτωρ, αυτός που επισωρεύει και γεμίζει τον Κάτω Κόσμο με νεκρούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σάκτωρ: ορος ὁ набивающий, наполняющий: Ἃιδου σ. Περσᾶν Aesch. (Ксеркс), наполнивший Гадес (убитыми) персами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάκτωρ -ορος, ὁ [σάττω] iem. die volstopt:. Ἅιδου σ. Περσᾶν die de Hades volstopt met Perzen (gezegd van Xerxes) Aeschl. Pers. 924.

Middle Liddell

σάκτωρ, ορος, ὁ, σάττω
a packer, Ἅιδου σάκτωρ who crowds the nether world (with dead men), Aesch.