τροχάζω: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochazo | |Transliteration C=trochazo | ||
|Beta Code=troxa/zw | |Beta Code=troxa/zw | ||
|Definition=(τρέχω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=(τρέχω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[run quickly]], <span class="bibl">Hdt.9.66</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.3.46</span>, etc.; τ. στάδια πλείω Σωτάδου <span class="bibl">Philetaer.3</span>; <b class="b3">ἵπποις τ</b>., of a charioteer, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span> 724</span>; of a horse, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604b12</span>; τ. ἐν τοῖς ὅπλοις <span class="bibl">Plb.10.20.2</span>; τὸν μακρὸν τ. δρόμον <span class="title">Inscr.Prien.</span>112.111 (i B. C.); <b class="b3">τροχάσαι τὴν λαμπάδα</b> [[run]] the torch-race, <span class="title">OGI</span>764.54 (Pergam., ii B. C.); <b class="b2">make a forced march</b>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>3.88</span>; Astrol., of the moon, <b class="b3">τὰ μεγάλα, τὰ μείζονα, τὰ ἥττονα τ</b>., Gal.19.556,562; <b class="b3">ἐπὶ τὰ μείζονα τ</b>. ibid.—The Verb was rejected by the Atticists, <span class="title">AB</span>114.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:35, 1 July 2020
English (LSJ)
(τρέχω)
A run quickly, Hdt.9.66, X.An.7.3.46, etc.; τ. στάδια πλείω Σωτάδου Philetaer.3; ἵπποις τ., of a charioteer, E.Hel. 724; of a horse, Arist.HA604b12; τ. ἐν τοῖς ὅπλοις Plb.10.20.2; τὸν μακρὸν τ. δρόμον Inscr.Prien.112.111 (i B. C.); τροχάσαι τὴν λαμπάδα run the torch-race, OGI764.54 (Pergam., ii B. C.); make a forced march, App.BC3.88; Astrol., of the moon, τὰ μεγάλα, τὰ μείζονα, τὰ ἥττονα τ., Gal.19.556,562; ἐπὶ τὰ μείζονα τ. ibid.—The Verb was rejected by the Atticists, AB114.
Greek (Liddell-Scott)
τροχάζω: (τροχὸς) τρέχω ὡς τροχός, τρέχω ἐμπρός, ταχέως, Ἡρόδ. 9. 66, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 46, κλπ.· κἂν δῇ, τροχάζω στάδια πλείω Σωτάδου Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· τρ. ἵπποις, ἐπὶ ἁρματηλάτου, Εὐρ. Ἑλ. 724· ἐπὶ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· τρ. ἐν τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 10. 20, 2. - Μέσ. παρ’ Εὐστ. Πονημ. 245. 67. - Τὸ ῥῆμα τοῦτο ἀπεδοκίμαζον οἱ ἀττικίζοντες, Λοβ. εἰς Φρύν. 582.
French (Bailly abrégé)
courir.
Étymologie: τρόχος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τροχός ή τρόχος]
(για άλογο) πηγαίνω με τροχασμό
μσν.-αρχ.
τρέχω
αρχ.
1. βαδίζω γρήγορα, τρέχω
2. φρ. α) «τροχάζω ἐν τοῑς ὅπλοις» — κάνω οπλασκία (Πολ.)
β) «τροχάζω τήν λαμπάδα» — τρέχω σε λαμπαδηδοδρομία.
Greek Monotonic
τροχάζω: μέλ. τροχάσω, (τροχός) τρέχω σαν τροχός, τρέχω μπροστά, τρέχω γρήγορα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· τροχάζω ἵπποις, λέγεται για αρματηλάτη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τροχάζω: бегать, бежать, мчаться Her., Eur., Xen. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχάζω [τρέχω] snel lopen, snel rijden.
Middle Liddell
τροχάζω, fut. -σω τροχός
to run like a wheel, to run along, run quickly, Hdt., Xen., etc.; τρ. ἵπποις, of a charioteer, Eur.