ἀναξηραντικός: Difference between revisions
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
(1) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaksirantikos | |Transliteration C=anaksirantikos | ||
|Beta Code=a)nachrantiko/s | |Beta Code=a)nachrantiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[fit for drying]], Dsc.1.7, Crito ap.Gal.12.488, Plu.2.624d.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:27, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for drying, Dsc.1.7, Crito ap.Gal.12.488, Plu.2.624d.
German (Pape)
[Seite 200] austrocknend, δύναμις Plut. Symp. 1, 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἀναξηραίνων, ὁ προξενῶν ἀναξήρανσιν Πλούτ. 2. 624 D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à dessécher.
Étymologie: ἀναξηραίνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
desecativo, secante (νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντική Dsc.1.7, μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματος Crito en Gal.12.488, τῆς πικρότητος ... δύναμις ἀ. Plu.2.624d.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναξηραντικός, -ή, -όν) ἀναξηραίνω
αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο κατάλληλος για αποξήρανση, αποξηραντικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀναξηραντικός: иссушающий (δύναμις Plut.).