δαϊόφρων: Difference between revisions
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(1b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daiofron | |Transliteration C=daiofron | ||
|Beta Code=dai+o/frwn | |Beta Code=dai+o/frwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[unhappy in mind]], [[miserable]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>918</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:10, 1 July 2020
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A unhappy in mind, miserable, A.Th.918 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 515] γόος Aesch. Spt. 901, Conj. für δαΐφρων, Elendes denkend, kläglich.
Greek (Liddell-Scott)
δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) ὁ δυστυχίας σκεπτόμενος, ἄθλιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 919· ἀντίθ. τῷ φιλογαθής.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
d’une âme attristée (gémissement).
Étymologie: δάϊος, φρήν.
Spanish (DGE)
(δᾱϊόφρων) -ονος
que tiene una mente desdichada, desdichado, γόος αὐτόστονος ... δ. A.Th.918.
Greek Monolingual
δαϊόφρων (-ονος), ο, η (Α)
θλιβερός, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάιος (Ι) + -φρων < φρην (φρενός)].
Greek Monotonic
δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, άθλιος, δυστυχής, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαϊόφρων -ον [δάϊος, φρήν] met ongelukkig hart.
Russian (Dvoretsky)
δᾱϊόφρων: ονος adj. скорбный (γόος Aesch.).