διάλλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάλλαγμα]], ατος, τό, <i>n</i><br />a [[substitute]], [[changeling]], Eur. [from διαλάσσω]
|mdlsjtxt=[[διάλλαγμα]], ατος, τό, <i>n</i><br />a [[substitute]], [[changeling]], Eur. [from διαλάσσω]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[changeling]]
}}
}}

Revision as of 14:25, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλλαγμα Medium diacritics: διάλλαγμα Low diacritics: διάλλαγμα Capitals: ΔΙΑΛΛΑΓΜΑ
Transliteration A: diállagma Transliteration B: diallagma Transliteration C: diallagma Beta Code: dia/llagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A substitute, changeling, E.Hel. 586.    II difference, D.H.7.64.    III renewal, PLips.97xxvi 13 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 587] τό, 1) das Vertauschte, der Tausch, Eur. Hel. 592. – 2) der Unterschied, Dion. Hal. 7, 64.

Greek (Liddell-Scott)

διάλλαγμα: τό, ἀντάλλαγμα, Εὐρ. Ἑλ. 586 (ἔνθα τὸ Ἥρας ὀρθῶς ὁ Paley ἀναφέρει εἰς τὴν προηγουμένην ἐρώτησιν, τίνος θεοῦ πλάσαντος;). ΙΙ. διαφορά, παραλλαγή, Διον. Ἁλ. 7. 64.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet donné en échange ou substitué (à un autre);
2 différence.
Étymologie: διαλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 substitución, cambio ref. a una pers., E.Hel.586.
2 diferencia διαριθμουμένων τῶν ψήφων οὐ μέγα τὸ δ. ἐφάνη D.H.7.64.

Greek Monolingual

διάλλαγμα, το (Α) διαλλάσσω
1. αντάλλαγμα
2. παραλλαγή, διαφορά.

Greek Monotonic

διάλλαγμα: -ατος, τό, υποκατάστατο, αντάλλαγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διάλλαγμα: ατος τό подмена, подставное лицо Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάλλαγμα -ατος, τό [διαλλάττω] vervanging.

Middle Liddell

διάλλαγμα, ατος, τό, n
a substitute, changeling, Eur. [from διαλάσσω]

English (Woodhouse)

changeling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)