μονόδους: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,<br />one-toothed, Aesch. | |mdlsjtxt=μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,<br />one-toothed, Aesch. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[with a single tooth]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 4 July 2020
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A one-toothed, A.Pr.796.
German (Pape)
[Seite 202] οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.
Greek (Liddell-Scott)
μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.
French (Bailly abrégé)
όδοντος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.
Greek Monolingual
ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία της μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀδούς, οδόντος].
Greek Monotonic
μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο δόντι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μονόδους: όδοντος adj. однозубый: κόραι τρεῖς μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка.
Middle Liddell
μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
one-toothed, Aesch.