σωφρονιστής: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σωφρονιστής]], οῦ, ὁ, [[σωφρονίζω]]<br />one that makes [[temperate]], a [[chastener]], [[chastiser]], Thuc., Plat., etc. | |mdlsjtxt=[[σωφρονιστής]], οῦ, ὁ, [[σωφρονίζω]]<br />one that makes [[temperate]], a [[chastener]], [[chastiser]], Thuc., Plat., etc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[chastener]], [[chastiser]], [[punisher]], [[one who punishes]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 4 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one that chastens or chastises, Th.6.87, Pl.R.471a, D.19.285, etc.; ὁ δῆμος . . ἐκείνων σ. Th.8.48; τῆς γνώμης Id.3.65; ὁ σ. λόγος Lyc.Fr.3; νόμους σ. ἐπί τισι τιθέναι D.H.2.24. II at Athens, superintendents of the youth in the gymnasia, 10 in number, IG22.1156, al., Arist.Ath. 42.2, Pl.Ax.367a.
German (Pape)
[Seite 1062] ὁ, 1) Einer, der Andere besonnen, klug macht, auch bestraft, züchtigt; Thuc. 3, 65 u. öfter; Plat. Rep. V, 471 a. – 2) zu Athen ein Aufseher in den Gymnasien, Plat. Ax. 367 a.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τινα σώφρονα, κολαστής, ὁ τιμωρῶν, Θουκ. 6. 87, Πλάτ. Πολ. 471Α, Δημ., κλπ.· ὁ δῆμος... ἐκείνων σ. Θουκ. 8. 48· τῆς γνώμης ὁ αὐτ. 3. 65· ὁ σ. λόγος Λυκ. παρ’ Ἀθην. 420C· νόμους σωφρ. ἐπί τισι τιθέναι Διον. Ἁλ. 2. 24. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἐπόπται τῶν νέων ἐν τοῖς γυμνασίοις δέκα τὸν ἀριθμόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 214. 17., 262., 271 κἑξ., Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. σ. 60. 20, ἔκδ. Blass· ἴδε Ἑρμάνν. Pol. Ant. 150. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conseiller, précepteur, moniteur.
Étymologie: σωφρονίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σωφρονίζω
1. αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τον σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», Πλάτ.)
2. (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους δέκα αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την επίβλεψη της κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων.
Greek Monotonic
σωφρονιστής: -οῦ, ὁ (σωφρονίζω), αυτός που κάνει κάποιον σώφρονα, που συνετίζει κάποιον, τιμωρός, αυτός που επιβάλλει κολασμό ή τιμωρία σε κάποιον, προκειμένου να τον σωφρονίσει, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρονιστής -οῦ, ὁ [σωφρονίζω] terechtwijzer, vermaner, zedenmeester. mv. οἱ σωφρονισταί college van 10 zedenmeesters in Athene, die de epheben\n onder hun hoede hadden.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονιστής: οῦ ὁ
1) Thuc., Plat., Dem. = σωφρονιστήρ;
2) (в афинских гимнасиях) воспитатель, наставник, надзиратель Plat.
Middle Liddell
σωφρονιστής, οῦ, ὁ, σωφρονίζω
one that makes temperate, a chastener, chastiser, Thuc., Plat., etc.