ἄϊστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄϊστος:''' стяж. αἴστος или [[ᾆστος]] 2<br /><b class="num">1)</b> невидимый; неведомый, исчезнувщий: ἄϊστον ποιεῖν τινα Hom. сделать кого-л. безвестным, уничтожить всякое воспоминание о ком-л.; ὤλετ᾽ [[ᾆστος]] Aesch. он пропал без вести; βωμοὶ ἄϊστοι Aesch. разрушенные алтари;<br /><b class="num">2)</b> не видящий, не знающий (τινος Eur.).
|elrutext='''ἄϊστος:''' стяж. αἴστος или [[ᾆστος]] 2<br /><b class="num">1)</b> невидимый; неведомый, исчезнувщий: ἄϊστον ποιεῖν τινα Hom. сделать кого-л. безвестным, уничтожить всякое воспоминание о ком-л.; ὤλετ᾽ [[ᾆστος]] Aesch. он пропал без вести; βωμοὶ ἄϊστοι Aesch. разрушенные алтари;<br /><b class="num">2)</b> не видящий, не знающий (τινος Eur.).
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[destroyed utterly]], [[destroyed]], [[utterly ruined]]
}}
}}

Revision as of 15:25, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄϊστος Medium diacritics: ἄϊστος Low diacritics: άϊστος Capitals: ΑΪΣΤΟΣ
Transliteration A: áïstos Transliteration B: aistos Transliteration C: aistos Beta Code: a)/i+stos

English (LSJ)

ον, (ἰδεῖν) :—poet. Adj.

   A unseen, καί κέ μ' ἄ. ἀπ' αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ Il.14.258; κεῖνον μὲν ἄ. ἐποίησαν περὶ πάν των Od.1.235; οἴχετ' ἄ., ἄπυστος ib.242; ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu.565; βωμοὶ δ' ἄϊστοι Id.Pers.811; ἐν ἀΐστοις τελέθων Id.Ag.466; ἀποτρέψειεν ἄϊστον ὕβριν (prolept.) Id.Supp.881; ἄ. ἀείραο A.R.4.746. Adv. ἀΐστως, θυμὸν ὄλεσσαν utterly, Man.3.263, cf. 28.    II Act., unconscious of, ἄτας ἐμᾶς ἄϊστος E.Tr.1314, cf. 1321.

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊστος: -ον, συνῃρ. ᾆστος, Αἰσχύλ. (ἰδεῖν, πρβλ. ἀϊδής, ἀΐδηλος): = ποιητ. ἐπίθ., ἀόρατος, ἄφαντος· καί κέ μ’ ἄϊστον ἀπ’ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ, Ἰλ. Ξ. 258· κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάτων, Ὀδ. Α. 235· ᾤχετ’ ἄϊστος, ἄπυστος, αὐτόθι 242· ὤλετ’ ἄκλαυτος, ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· βωμοὶ δ’ ἄϊστοι, ὁ αὐτ. Πέρσ. 811· ἐν ἀΐστοις τελέθων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 465· ἀποτρέψειεν ἄϊστον ὕβριν (προληπτικῶς ἀντὶ τοῦ ὥστε εἶναι ἄϊστον), ὁ αὐτ. Ἱκ. 881, πρβλ. Πρ. 910: ― μεταγεν. ἐπίρρ. ἀΐστως, θυμόν ὄλεσσαν ― ἀδόξως, ἀσήμως, Μανέθ. 3. 263. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ γινώσκων τι, ἄτας ἐμᾱς ἄϊτος, Εὐρ. Τρῳ. 1313, πρβλ. 1321. 2) παρὰ Στησιχ. Ἀποστ. 97 (Kleine) εἶνε ἀμφίβολ. ὡς ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἴδε Δινδ. εἰς Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 964· Bgk ad Lampr. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
p. contr. αἶστος;
1 devenu invisible, qui a disparu, anéanti;
2 qui ne connaît pas, gén..
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): αἶστος A.Eu.565, A.466
I 1invisible por estar desaparecido, aniquilado del Sueño κέ μ' ἄϊστον ἀπ' αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ Il.14.258, de Ulises θεοί ..., οἳ κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάντων ἀνθρώπων Od.1.235, οἴχετ' ἄϊστος, ἄπυστος se fue sin ser visto, sin ser oído, Od.1.242, ὥς κεν πάντες ἄιστοι ἀναπλήσωμεν ὄλεθρον Q.S.5.426, εἰς μυχοὺς εἶμι χθονός, ἄϊστος, ἀφανής Luc.Trag.295
de los muertos ἐν δ' αἴστοις τελέθοντος οὔτις ἀλκά A.A.466
de cosas destruido βωμοί A.Pers.811.
2 que no ha sido visto, desconocido, olvidado ὤλετ' ἄκλαυστος αἶστος murió sin que nadie lo llorara, en la oscuridad A.Eu.565, cf. Supp.881, τοῦτος ἄϊστος A.R.4.746, αἶσα δέ ἐστιν ἡ ἄϊστος καὶ ἄγνωστος αἰτία τῶν γινομένων Corn.ND 13
esp. oscuro, sin gloria βίος dud. en PMasp.295.3.14 (VI d.C.).
II desconocedor c. gen. ἄτας ἐμᾶς ἄιστος E.Tr.1314, cf. 1321.
III adv. -ως
1 de modo desconocido ψυχὴ δ' ἐπιμίσγετ' ἀίστως Gr.Naz.M.37.453.
2 de manera aniquiladora κλῆρον ἔρραισεν ἀίστως Man.3.28, ἀίστως θυμὸν ὄλεσσαν Man.3.263.

Greek Monotonic

ἄϊστοςον: (ἰδεῖν) συνηρ. ᾆστος (α- στερητικό, *εἴδω),
I. αόρατος, άφαντος.
II. Ενεργ., αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, ο απληροφόρητος για κάτι, με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄϊστος: стяж. αἴστος или ᾆστος 2
1) невидимый; неведомый, исчезнувщий: ἄϊστον ποιεῖν τινα Hom. сделать кого-л. безвестным, уничтожить всякое воспоминание о ком-л.; ὤλετ᾽ ᾆστος Aesch. он пропал без вести; βωμοὶ ἄϊστοι Aesch. разрушенные алтари;
2) не видящий, не знающий (τινος Eur.).

English (Woodhouse)

destroyed utterly, destroyed, utterly ruined

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)