μικρότης: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
(CSV import) |
|||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μῑκρότης, ορ σμικρ-, ητος, ἡ, [from μῑκρός]<br />[[smallness]]: [[littleness]], [[meanness]], [[pettiness]], Arist. | |mdlsjtxt=μῑκρότης, ορ σμικρ-, ητος, ἡ, [from μῑκρός]<br />[[smallness]]: [[littleness]], [[meanness]], [[pettiness]], Arist. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[pettiness]], [[smallness]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 4 July 2020
English (LSJ)
or σμικρ- (v. μικρός), ητος, ἡ,
A smallness. first in Anaxag.1, cf. Arist.Metaph.1056b29; διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.Ti.43a, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.de An.422b30; ἀνέμων Thphr.Vent.1: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e. 2 meanness, pettiness, of rank, Isoc.4.93, Arist.Pol.1302b4; of matters, Id.Rh.1393a9; of language, triviality, Longin.43.1.
German (Pape)
[Seite 185] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ μέγεθος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρότης: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ μικρός, πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ πόλεων, πλήν εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
petitesse ; fig. petitesse ou médiocrité du rang, de la condition.
Étymologie: μικρός.
Greek Monotonic
μῑκρότης: ή σμικρ-, ἡ, η ιδιότητα του μικρού, του λίγου, φειδώ, ασημαντότητα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρότης: и σμῑκρότης, ητος ἡ
1) незначительные размеры (διὰ σμικρότητα ἀόρατος Plat.);
2) слабость (φωνῆς Arst.);
3) незначительность, маловажность (τῶν πραγμάτων Arst.).
Middle Liddell
μῑκρότης, ορ σμικρ-, ητος, ἡ, [from μῑκρός]
smallness: littleness, meanness, pettiness, Arist.