γίγγλαρος: Difference between revisions
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γίγγλαρος''': ὁ, [[εἶδος]] αὐλοῦ, | |lstext='''γίγγλαρος''': ὁ, [[εἶδος]] αὐλοῦ, Πολυδ. Δ', 82· ὑποκορ. γιγγλάριον, τό, Α. Β. 88· πρβλ. [[γίγγρας]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A flute or fife, Poll.4.82:—Dim. γιγγλάριον, τό, AB88; cf. γίγγρας.
German (Pape)
[Seite 491] ὁ, eine ägyptische Flöte, Poll. 4, 82.
Greek (Liddell-Scott)
γίγγλαρος: ὁ, εἶδος αὐλοῦ, Πολυδ. Δ', 82· ὑποκορ. γιγγλάριον, τό, Α. Β. 88· πρβλ. γίγγρας.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ flauta pequeña de origen egipcio, Poll.4.82.
Greek Monolingual
γίγγλαρος, ο (Α)
μικρός αιγυπτιακός αυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίγγρος, με ανομοίωση και παρέκταση με -ρ-].