κατάχρυσος: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάχρῡσος''': -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. [[διάζωμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 13·- ([[ἐπίχρυσος]], σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, [[περίχρυσος]] δὲ [[χρυσόδετος]], δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[χρυσοῦς]], «χρυσὸς [[ἄνθρωπος]]», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)[[πλούσιος]] εἰς χρυσόν, [[χρυσοφόρος]] γῆ, «κ. [[ψάμμος]], [[ὑπόχρυσος]] γῆ, [[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]], χρυσῖτις γῆ» | |lstext='''κατάχρῡσος''': -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. [[διάζωμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 13·- ([[ἐπίχρυσος]], σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, [[περίχρυσος]] δὲ [[χρυσόδετος]], δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[χρυσοῦς]], «χρυσὸς [[ἄνθρωπος]]», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)[[πλούσιος]] εἰς χρυσόν, [[χρυσοφόρος]] γῆ, «κ. [[ψάμμος]], [[ὑπόχρυσος]] γῆ, [[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]], χρυσῖτις γῆ» Πολυδ. Ζ΄, 97. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρυσος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], [[χρυσοστόλιστος]], [[χρυσοποίκιλτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, [[πολλά]] προτερήματα, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, [[ολόχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πλούσιος]] σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, [[χρυσοφόρος]] («[[κατάχρυσος]] [[ψάμμος]]», <b> | |mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρυσος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], [[χρυσοστόλιστος]], [[χρυσοποίκιλτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, [[πολλά]] προτερήματα, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, [[ολόχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πλούσιος]] σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, [[χρυσοφόρος]] («[[κατάχρυσος]] [[ψάμμος]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο επιφανειακά μόνο [[χρυσός]], [[κίβδηλος]], [[κάλπικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρύσως</i> (Α)<br />προσποιητά, επιτηδευμένα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:29, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A overlaid with gold-leaf, gilded, IG12.280.78, 22.1388.75, SIG1106.125 (Cos, iv/iii B.C.), Onos.1.20, Plu.2.753 f, Luc. Alex.13; κόμη κ. τῇ χρόᾳ Ach.Tat.5.13. 2 metaph., of persons, gilded, Diph.60.1. 3 rich in gold, ψάμμος Poll.7.97. 4 metaph., spurious, Phld.Po.5.15. Adv. -σως speciously, Id.Piet.17.
German (Pape)
[Seite 1392] leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. ἐπίχρυσος; διάζωμα Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., Εὐριπίδης, der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχρῡσος: -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. διάζωμα Λουκ. Ἀλέξ. 13·- (ἐπίχρυσος, σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, περίχρυσος δὲ χρυσόδετος, δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, χρυσοῦς, «χρυσὸς ἄνθρωπος», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)πλούσιος εἰς χρυσόν, χρυσοφόρος γῆ, «κ. ψάμμος, ὑπόχρυσος γῆ, ἐπίχρυσος κόνις, χρυσῖτις γῆ» Πολυδ. Ζ΄, 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 en or;
2 doré.
Étymologie: κατά, χρυσός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάχρυσος, -ον)
1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος
2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, ολόχρυσος
αρχ.
1. ο πλούσιος σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, χρυσοφόρος («κατάχρυσος ψάμμος», Πολυδ.)
2. μτφ. ο επιφανειακά μόνο χρυσός, κίβδηλος, κάλπικος.
επίρρ...
καταχρύσως (Α)
προσποιητά, επιτηδευμένα.
Greek Monotonic
κατάχρῡσος: -ον, επιστρωμένος με φύλλα χρυσού, επίχρυσος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατάχρῡσος: отделанный золотом или позолоченный (διάζωμα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάχρυσος -ον [κατά, χρυσός] verguld.