παλίμπρατος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίμπρᾱτος''': -ον, ὁ ἐκ νέου ἢ εἰς μικρὰς ποσότητας, «λιανικῶς» πωλούμενος, ὁ [[συχνάκις]] πωλούμενος, ἐπὶ δούλου ἀναξίου λόγου μεταβαίνοντος ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα διὰ πωλήσεως, | |lstext='''πᾰλίμπρᾱτος''': -ον, ὁ ἐκ νέου ἢ εἰς μικρὰς ποσότητας, «λιανικῶς» πωλούμενος, ὁ [[συχνάκις]] πωλούμενος, ἐπὶ δούλου ἀναξίου λόγου μεταβαίνοντος ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα διὰ πωλήσεως, Πολυδ. Γ΄, 125. 2) [[καθόλου]], [[δουλικός]], μηδενὸς [[ἄξιος]], Φίλων 2. 523, Πολυδ. Δ΄, 36, 190· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[αὐτόθι]] Ζ΄, 12· πρβλ. [[τρίπρατος]], [[παλίμβολος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:45, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A sold again or by retail, of a good-for-nothing slave who passes from hand to hand, Poll.3.125. 2 generally, good-for-nothing, Ph.2.523, Poll.4.36; also of things, D.Chr.31.37, Poll.7.12.
German (Pape)
[Seite 449] wieder verkauft, bes. von Sklaven, die oft den Herrn wechseln, oft verkauft werden, wie παλίμβολος, Poll. 3, 125 u. öfter; ion. u. ep. παλίμπρητος, Crinag. 20 (IX, 284); übh. ein Schimpfwort, Taugenichts, denn ganz schlechte Sklaven wurden eben oft verkauft, vgl. Poll. 4, 36. 6, 190.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπρᾱτος: -ον, ὁ ἐκ νέου ἢ εἰς μικρὰς ποσότητας, «λιανικῶς» πωλούμενος, ὁ συχνάκις πωλούμενος, ἐπὶ δούλου ἀναξίου λόγου μεταβαίνοντος ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα διὰ πωλήσεως, Πολυδ. Γ΄, 125. 2) καθόλου, δουλικός, μηδενὸς ἄξιος, Φίλων 2. 523, Πολυδ. Δ΄, 36, 190· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, αὐτόθι Ζ΄, 12· πρβλ. τρίπρατος, παλίμβολος.
Greek Monolingual
παλίμπρατος, -ον (Α)
1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση
2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας
3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. ά-πρατος].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμπρᾱτος: ион. παλίμπρητος 2 (о рабе) перепродаваемый, т. е. плохой, негодный Anth.