πρόσχορδος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσχορδος''': -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον [[ὄργανον]]· [[καθόλου]], ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ [[πρός]] τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. | |lstext='''πρόσχορδος''': -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον [[ὄργανον]]· [[καθόλου]], ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ [[πρός]] τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. Πολυδ. Δ´, 58, 63, ἴδε Chappell Anc. Mus. σ. 12. 143. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
ον, (χορδή)
A attuned to a stringed instrument: generally, in unison with, ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι bring voices into unison with voices, Pl.Lg.812d, cf. Poll.4.58,63.
German (Pape)
[Seite 789] zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας. zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχορδος: -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον ὄργανον· καθόλου, ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ πρός τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. Πολυδ. Δ´, 58, 63, ἴδε Chappell Anc. Mus. σ. 12. 143.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. προσαρμοσμένος σε έγχορδο μουσικό όργανο
2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία ή σε συμφωνία με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -χορδος (< χορδή)].
Russian (Dvoretsky)
πρόσχορδος: настроенный: ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι Plat. заставить одни звуки звучать в унисон с другими.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσχορδος -ον [πρός, χορδή] van gelijke toon:. ἀποδίδοντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι de tonen (van de lier) met de tonen (van de zangstemmen) overeen laten komen Plat. Lg. 812d.