παράκολλος: Difference between revisions
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράκολλος''': [[χαμεύνη]], χαμηλὴ [[εὐνή]], [[κλίνη]] ἔχουσα μόνον τὸ ἓν [[μέρος]] ὑψηλόν, ἀνάκλιντρον, | |lstext='''παράκολλος''': [[χαμεύνη]], χαμηλὴ [[εὐνή]], [[κλίνη]] ἔχουσα μόνον τὸ ἓν [[μέρος]] ὑψηλόν, ἀνάκλιντρον, Πολυδ. Ι΄, 36· πρβλ. [[ἀμφίκολλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράκολλος]] χαμεῡνα» — [[είδος]] χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο [[άκρο]] της υπερυψωμένο, [[ανάκλιντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>πρβλ.</b> [[αμφί]]-<i>κολλος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράκολλος]] χαμεῡνα» — [[είδος]] χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο [[άκρο]] της υπερυψωμένο, [[ανάκλιντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>πρβλ.</b> [[αμφί]]-<i>κολλος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
χαμεῦνα,
A low couch with only one end to it, IG12.330.5 (Poll.10.36). II on the same meridian, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).226, Vett. Val.215.8,360.18.
German (Pape)
[Seite 484] χαμεύνη, an dessen einem Ende nur ein ἀνακλιντήριον befestigt war, auf dem der Kopf ruhte; hatte es ein solches an beiden Enden, so hieß es ἀμφίκολλος, Poll. 10, 36.
Greek (Liddell-Scott)
παράκολλος: χαμεύνη, χαμηλὴ εὐνή, κλίνη ἔχουσα μόνον τὸ ἓν μέρος ὑψηλόν, ἀνάκλιντρον, Πολυδ. Ι΄, 36· πρβλ. ἀμφίκολλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αστρολ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο ισημερινό με κάποιον άλλο
2. φρ. «παράκολλος χαμεῡνα» — είδος χαμηλής κλίνης με το ένα μόνο άκρο της υπερυψωμένο, ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. αμφί-κολλος].