συνεσταλμένως: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεσταλμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστέλλω]], [[μετὰ]] συστολῆς: Ι. παρὰ τοῖς γραμμ., [[μετὰ]] βραχέος φωνήεντος, Ἀθήν. 106Β, 393Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν ἢ τῆς διαίτης, [[ἁπλῶς]], λιτῶς, σ. ζῆν Πλούτ. 2. 216F, κτλ.· ταπεινῶς, [[Πολυδ]]. Γ΄, 137.
|lstext='''συνεσταλμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστέλλω]], [[μετὰ]] συστολῆς: Ι. παρὰ τοῖς γραμμ., [[μετὰ]] βραχέος φωνήεντος, Ἀθήν. 106Β, 393Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν ἢ τῆς διαίτης, [[ἁπλῶς]], λιτῶς, σ. ζῆν Πλούτ. 2. 216F, κτλ.· ταπεινῶς, Πολυδ. Γ΄, 137.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεσταλμένως Medium diacritics: συνεσταλμένως Low diacritics: συνεσταλμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synestalménōs Transliteration B: synestalmenōs Transliteration C: synestalmenos Beta Code: sunestalme/nws

English (LSJ)

Adv., (συστέλλω)

   A contractedly:    I Gramm., with a short vowel, Ath.3.106b, 9.393c.    II of a mode of life, simply, frugally, σ. ζῆν Plu.2.216e, etc.; humbly, Poll.3.137.

Greek (Liddell-Scott)

συνεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστέλλω, μετὰ συστολῆς: Ι. παρὰ τοῖς γραμμ., μετὰ βραχέος φωνήεντος, Ἀθήν. 106Β, 393Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν ἢ τῆς διαίτης, ἁπλῶς, λιτῶς, σ. ζῆν Πλούτ. 2. 216F, κτλ.· ταπεινῶς, Πολυδ. Γ΄, 137.

French (Bailly abrégé)

adv.
simplement.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συστέλλω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν
επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
γραμμ. με συστολή της συλλαβής, με βραχύ φωνήεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσταλμένος του συστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

συνεσταλμένως: воздержно, скромно (ζῆν Plut.).