χρυσάρματος: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσάρμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, | |lstext='''χρῡσάρμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A with or in car of gold, Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.O.3.19; also of heroes, Id.P.5.9, I.6(5).19. II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.
German (Pape)
[Seite 1379] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· ὡσαύτως ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au char d’or.
Étymologie: χρυσός, ἅρμα.
English (Slater)
χρῡσάρματος, -ον
1 with golden chariot χρυσάρματος Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χρυσό άρμα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος
προσωνυμία της Σελήνης
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι
σώμα της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), πρβλ. χαλκ-άρματος].
Greek Monotonic
χρῡσάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό άρμα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσάρμᾰτος: восседающий или едущий на золотой колеснице (Μήνη, Αἰακίδαι Pind.).