ὀρθοστάδιον: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθοστάδιον''': [ᾰ], τό, χιτὼν [[ἄνευ]] ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. [[στάδιος]], [[στατός]]), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: [[ὡσαύτως]] ὀρθοστάδιος [[χιτών]], | |lstext='''ὀρθοστάδιον''': [ᾰ], τό, χιτὼν [[ἄνευ]] ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. [[στάδιος]], [[στατός]]), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: [[ὡσαύτως]] ὀρθοστάδιος [[χιτών]], Πολυδ. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A a loose, ungirded tunic, which hung down in straight folds from the neck to the ground (v. στάδιος, στατός), Ar.Lys.45, D.C.63.17:—also ὀρθο-στάδιος χιτών, Poll.7.49, Eust.1166.55.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοστάδιον: [ᾰ], τό, χιτὼν ἄνευ ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ ἔδαφος, Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. στάδιος, στατός), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: ὡσαύτως ὀρθοστάδιος χιτών, Πολυδ. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί».
Greek Monolingual
ὀρθοστάδιον, τὸ (Α)
είδος χιτώνα χωρίς ζώνη, ο οποίος έφτανε ώς το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)].
Russian (Dvoretsky)
ὀρθοστάδιον: (ᾰ) τό ортостадий (длинное женское платье без пояса) Arph.