ἔκμαγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκμαγμα''': τό, [[ἀποτύπωμα]] ἐπὶ κηροῦ, κτλ., [[Πολυδ]]. 9. 131· πρβλ. [[αὐτέκμαγμα]].
|lstext='''ἔκμαγμα''': τό, [[ἀποτύπωμα]] ἐπὶ κηροῦ, κτλ., Πολυδ. 9. 131· πρβλ. [[αὐτέκμαγμα]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκμαγμα Medium diacritics: ἔκμαγμα Low diacritics: έκμαγμα Capitals: ΕΚΜΑΓΜΑ
Transliteration A: ékmagma Transliteration B: ekmagma Transliteration C: ekmagma Beta Code: e)/kmagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impression in wax, etc., Poll.9.131.    II = κροκόμαγμα, Hp.Steril.235.

German (Pape)

[Seite 768] τό, das Abgedrückte, der Abdruck, das Abbild, Sp.; Poll. 9, 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκμαγμα: τό, ἀποτύπωμα ἐπὶ κηροῦ, κτλ., Πολυδ. 9. 131· πρβλ. αὐτέκμαγμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I copia, retrato, calco semejante a una impresión en la cera, irón. ref. a un hijo adulterino λέων σοι γέγονεν, ἔ. σόν Ar.Th.514 (cód.), cf. Poll.9.131, Hsch.ε 290, Eust.1857.15.
II pasta, masa de azafrán, Hp.Steril.235, cf. Hp. en Gal.19.95.

Greek Monolingual

το (AM ἔκμαγμα)
το πανομοιότυπο αποτύπωμα μορφής ή σχήματος πάνω σε μαλακή ύλη
αρχ.
αποτύπωμα πάνω σε κερί.