ᾀσμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
m (Text replacement - "|" to "|") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ᾀσμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ᾆσμα, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 50· σύντομον ᾆσμα, «τραγουδάκι» | |lstext='''ᾀσμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ᾆσμα, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 50· σύντομον ᾆσμα, «τραγουδάκι» Πολυδ. Δ΄, 64. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:30, 7 July 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of ᾆσμα, Pl.Com.235.
German (Pape)
[Seite 372] τό, dim. von ᾆσμα, Liedchen, Plat. com. Poll. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
ᾀσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ᾆσμα, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 50· σύντομον ᾆσμα, «τραγουδάκι» Πολυδ. Δ΄, 64.
Spanish (DGE)
cancioncilla Pl.Com.263
•despect. versucho ἐν ᾀσματίοις Ἄρειος ... μυθολογεῖ Ath.Al.Decr.16.3.
Greek Monolingual
ἀσμάτιον, το (Α)
υποκορ. το μικρό, σύντομο άσμα.