διελκυστίνδα: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dielkystinda
|Transliteration C=dielkystinda
|Beta Code=dielkusti/nda
|Beta Code=dielkusti/nda
|Definition=<b class="b3">παίζειν</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tug-of-war</b>, <span class="bibl">Poll.9.112</span>.</span>
|Definition=[[παίζειν]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tug-of-war</b>, <span class="bibl">Poll.9.112</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:42, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διελκυστίνδα Medium diacritics: διελκυστίνδα Low diacritics: διελκυστίνδα Capitals: ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ
Transliteration A: dielkystínda Transliteration B: dielkystinda Transliteration C: dielkystinda Beta Code: dielkusti/nda

English (LSJ)

παίζειν,

   A tug-of-war, Poll.9.112.

German (Pape)

[Seite 619] παίζειν, Poll. 9, 112, das Ziehspiel, wobei ein Theil den andern über eine bestimmte Gränze zu ziehen suchte.

Greek (Liddell-Scott)

διελκυστίνδα: παίζειν, ἢ παιδιά, παιδιά, καθ’ ἣν ἑκάτερον μέρος τῶν παιζόντων προσπαθεῖ νὰ σύρῃ πρὸς τὸ μέρος του τὸ ἕτερον πέραν τῆς γραμμῆς ἐν τῷ μέσῳ, Πολυδ. Ι΄, 112· πρβλ. γραμμή.

Spanish (DGE)

adv. a la cuerda n. de juego practicado en la palestra, Poll.9.112, Hsch.

Greek Monolingual

η (Α επίρρ. διελκυστίνδα)
παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή
νεοελλ.
φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» — η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να προσεταιριστούν οπαδούς ή να αποκτήσουν πολιτικά οφέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διελκυστός + (επιρρ. επίθημα) -ινδα που εμπεριέχει τη σημασία του παιχνιδιού (πρβλ. ακινητ-ίνδα, στρεπτ-ίνδα). Στη Νέα Ελληνική η λ. έχει ουσιαστικοποιηθεί].