ὑπήνεμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypinemos
|Transliteration C=ypinemos
|Beta Code=u(ph/nemos
|Beta Code=u(ph/nemos
|Definition=ον, (ἄνεμος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sheltered from the wind]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>411</span>; ἀκτή <span class="bibl">Theoc.22.32</span>; λιμήν <span class="bibl">Poll.1.100</span>; [<b class="b3">τόποι</b>] <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.6.9</span>; opp. <b class="b3">προσήνεμος, ἐκ τοῦ ὑπηνέμου</b> on <b class="b2">the lee-side</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>18.7</span>; <b class="b3">ὑπηνέμους ποιεῖσθαι τὰς νεοττεύσεις</b> to make the nests [[in sheltered places]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>559a3</span>; <b class="b3">ἐν ὑπηνέμοις</b> (sc. <b class="b3">τόποις</b>) ib.<span class="bibl">568b26</span>: metaph., [[gentle]], αὔρα <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>44</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[swift as the wind]], APl.4.54; epith. of Mars, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.81. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = foreg. 11.2, <b class="b3">ἐπιθυμίαι, δόξαι</b>, <span class="bibl">D.Chr.20.24</span> codd., <span class="bibl">Alciphr.2.2</span>.</span>
|Definition=ον, (ἄνεμος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sheltered from the wind]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>411</span>; ἀκτή <span class="bibl">Theoc.22.32</span>; λιμήν <span class="bibl">Poll.1.100</span>; [[[τόποι]]] <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.6.9</span>; opp. <b class="b3">προσήνεμος, ἐκ τοῦ ὑπηνέμου</b> on <b class="b2">the lee-side</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>18.7</span>; <b class="b3">ὑπηνέμους ποιεῖσθαι τὰς νεοττεύσεις</b> to make the nests [[in sheltered places]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>559a3</span>; <b class="b3">ἐν ὑπηνέμοις</b> (sc. [[τόποις]]) ib.<span class="bibl">568b26</span>: metaph., [[gentle]], αὔρα <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>44</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[swift as the wind]], APl.4.54; epith. of Mars, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.81. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = foreg. 11.2, <b class="b3">ἐπιθυμίαι, δόξαι</b>, <span class="bibl">D.Chr.20.24</span> codd., <span class="bibl">Alciphr.2.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:55, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπήνεμος Medium diacritics: ὑπήνεμος Low diacritics: υπήνεμος Capitals: ΥΠΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: hypḗnemos Transliteration B: hypēnemos Transliteration C: ypinemos Beta Code: u(ph/nemos

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος)

   A sheltered from the wind, S.Ant.411; ἀκτή Theoc.22.32; λιμήν Poll.1.100; [[[τόποι]]] Thphr.CP3.6.9; opp. προσήνεμος, ἐκ τοῦ ὑπηνέμου on the lee-side, X.Oec.18.7; ὑπηνέμους ποιεῖσθαι τὰς νεοττεύσεις to make the nests in sheltered places, Arist.HA559a3; ἐν ὑπηνέμοις (sc. τόποις) ib.568b26: metaph., gentle, αὔρα E.Cyc.44 (lyr.).    II swift as the wind, APl.4.54; epith. of Mars, Cat.Cod.Astr.2.81.    III = foreg. 11.2, ἐπιθυμίαι, δόξαι, D.Chr.20.24 codd., Alciphr.2.2.

German (Pape)

[Seite 1205] unter dem Winde, d. i. im Schutz vor dem Winde, Soph. Ant. 407; dem Winde nicht ausgesetzt, Ggstz προσήνεμος, Xen. Oec. 18, 7; vgl. Arist. H. A. 6, 1. – Auch = windschnell, αὔρα Eur. Cycl. 44; – δόξαι, nichtig, Alciphr. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, ἀντίθετ. τῷ προσήνεμος, Σοφ. Ἀντ. 511· ἀκτὴ Θεόκρ. 22. 32· λιμὴν Πολυδ. Α΄, 100· τόπος Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9· ἢν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος; δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα, θὰ πέσωσιν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις, ποιεῖν τὰς φωλεὰς ἐν πεφυλαγμένοις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου τόποις, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 1, 6 ἐν ὑπηνέμοις (ἐξυπακ. τόποις) αὐτόθι 14, 11· - μεταφ., ἤπιος, ἥσυχος, ἐλαφρός, αὔρα Εὐρ. Κύκλ. 44. ΙΙ. ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἀνθ. Πλαν. 54. ΙΙΙ. = ὑπηνέμιος ΙΙ. 2, δόξαι, ἐπιθυμίαι Ἀλκίφρων 2. 2, 7. πρβλ. Δίωνα Χρυσόστ. 1. 499.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à l’abri du vent : ἐκ τοῦ ὑπηνέμου XÉN du côté abrité du vent.
Étymologie: ὑπό, ἄνεμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπήνεμος, -ον, ΝΜ
απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ' ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.)
νεοελλ.
φρ. «υπήνεμο κύμα»
(μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται κατά την κατακόρυφη διεύθυνση στην υπήνεμη πλευρά τών οροσειρών
αρχ.
1. ήπιος, ελαφρόςὑπήνεμος αὔρα», Ευρ.)
2. γρήγορος σαν τον άνεμο
3. ὑπηνέμιος, μάταιος («ὑπήνεμοι ἐπιθυμίαι», Αλκίφρ.)
4. το αρσ. ως ουσ.ὑπήνεμος·απάνεμος τόπος.
επίρρ...
υπηνέμως και υπήνεμα Ν
απάνεμα, με προστασία από τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. δı-ήνεμος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Το επίρρ. υπηνέμως μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].

Greek Monotonic

ὑπήνεμος: -ον (ἄνεμος), απάνεμος, αυτός που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο, σε Σοφ., Θεόκρ.· ἐκ τοῦ ὑπηνέμου, στην απάνεμη μεριά, σε Ξεν.· μεταφ., ήπιος, ήσυχος, σε Ευρ.
II. ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπήνεμος:
1) слабо дующий, легкий (αὔρα Eur.);
2) защищенный от ветра, подветренный (ἄκροι πάγοι Soph.; ἀκτή Theocr.): ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις Arst. вить гнезда в укрытых от ветра местах.

Middle Liddell

ὑπ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
I. under the wind, under shelter from it, Soph., Theocr.; ἐκ τοῦ ὑπηνέμου on the lee-side, Xen.: metaph. gentle, Eur.
II. swift as the wind, Anth.

English (Woodhouse)

sheltered from the wind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)