μειωτικός: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meiotikos | |Transliteration C=meiotikos | ||
|Beta Code=meiwtiko/s | |Beta Code=meiwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[lowering]] in description, [[diminishing]], ὕψους Longin.42.1; ὑπαρχόντων <span class="bibl">Vett.Val.10.20</span>; ποταμῶν <span class="bibl">Heph.Astr.1.20</span>: Medic., [[πλήθους]] (plethora) Gal.1.146; [[waning]], τὸ τῆς σελήνης μ. σχῆμα <span class="bibl">Vett.Val.41.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[depreciatory]], Phld.<span class="title">Rh.</span> 1.217 S. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>3.42</span>, <span class="bibl">D.L.7.53</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:55, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A lowering in description, diminishing, ὕψους Longin.42.1; ὑπαρχόντων Vett.Val.10.20; ποταμῶν Heph.Astr.1.20: Medic., πλήθους (plethora) Gal.1.146; waning, τὸ τῆς σελήνης μ. σχῆμα Vett.Val.41.6. 2 depreciatory, Phld.Rh. 1.217 S. Adv. -κῶς S.E.M.3.42, D.L.7.53.
German (Pape)
[Seite 117] zum Verkleinern gehörig, verkleinernd, Longin. 42. – Adv., S. Emp. adv. Math. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
μειωτικός: -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, ἐλαττωτικός, ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μειωτικός, -ή, -όν) μειωτός
1. αυτός που επιφέρει μείωση
2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός
αρχ.
1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή
2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή.
επίρρ...
μειωτικώς (Α μειωτικῶς)
με μειωτικό τρόπο.