μεταστοιχεί: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metastoichei
|Transliteration C=metastoichei
|Beta Code=metastoixei/
|Beta Code=metastoixei/
|Definition=or μετα-ί, Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[all in a row]], <b class="b3">στὰν δὲ μ</b>., of chariots ready to start in a race, <span class="bibl">Il.23.358</span>; of runners, ib.<span class="bibl">757</span>.</span>
|Definition=or μετα-ί, Adv. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[all in a row]], <b class="b3">στὰν δὲ μ</b>., of chariots ready to start in a race, <span class="bibl">Il.23.358</span>; of runners, ib.<span class="bibl">757</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:30, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστοιχεί Medium diacritics: μεταστοιχεί Low diacritics: μεταστοιχεί Capitals: ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙ
Transliteration A: metastoicheí Transliteration B: metastoichei Transliteration C: metastoichei Beta Code: metastoixei/

English (LSJ)

or μετα-ί, Adv.    A all in a row, στὰν δὲ μ., of chariots ready to start in a race, Il.23.358; of runners, ib.757.

German (Pape)

[Seite 154] v. l. für μεταστοιχί.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. μεταστοιχί.

Greek Monolingual

μεταστοιχεί και μεταστοιχί (Α)
επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ. τρι-στοιχεί].

Greek Monotonic

μεταστοιχεί: ή -ί (στοῖχος), επίρρ., όλοι σε στοίχιση, σε πλήρη στοίχιση, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

στοῖχος
adv. all in a row, Il.