μυρμηκώδης: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrmikodis | |Transliteration C=myrmikodis | ||
|Beta Code=murmhkw/dhs | |Beta Code=murmhkw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense" | |Definition=ες, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[μυρμηκοειδής]], Plu.2.458c; [[φιλοπλουτία]] ib.525e.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 11 December 2020
English (LSJ)
ες, A = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.
German (Pape)
[Seite 220] ες, = μυρμηκοειδής, Plut. de coh. ira 10.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκώδης: -ες, = μυρμηκοειδής, Πλούτ. 2. 458C, 525E· ὡσαύτως πλήρης σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.
Étymologie: μύρμηξ, -ωδης.
Greek Monolingual
μυρμηκώδης, -ῶδες (Α) μύρμηξ
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
Russian (Dvoretsky)
μυρμηκώδης: напоминающий муравья, муравьиный (φιλοπλουτία Plut.).