σάλευμα: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=salevma | |Transliteration C=salevma | ||
|Beta Code=sa/leuma | |Beta Code=sa/leuma | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ατος, τό</b>, <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">ᾰ], ατος, τό</b>, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[oscillation]], in pl., <span class="bibl">Artem.1.79</span> (in marg.); σ. πολεμικὸν ἵππου <span class="bibl">D.Chr.63.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 11 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, A oscillation, in pl., Artem.1.79 (in marg.); σ. πολεμικὸν ἵππου D.Chr.63.4.
German (Pape)
[Seite 859] τό, wie σάλος, Bewegung, Erschütterung, Artemid. 1, 79; σ. πολεμικὸν ἵππου, der rasche, kriegerische Schritt eines Pferdes, Dio Chrys.
Greek (Liddell-Scott)
σάλευμα: τό, (σᾰλεύω) κίνησις ἀσταθής, «κούνημα», σάλος, κλονισμός, Ἀρτεμίδ. 1. 79· σάλ. πολεμικὸν ἵππου Δίων Χρ. 2. 326.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και σάλεμα Ν σαλεύω
1. μικρή μετακίνηση, μετατόπιση
2. απώλεια της ισορροπίας ενός πράγματος από φυσικά ή τεχνητά αίτια, ταλάντευση, λίκνισμα
νεοελλ.
μτφ. απώλεια του λογικού ειρμού τών σκέψεων, παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
ασταθής κίνηση, κυματισμός, σάλος.