συναρχία: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synarchia | |Transliteration C=synarchia | ||
|Beta Code=sunarxi/a | |Beta Code=sunarxi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[joint administration]] or [[government]], τινων <span class="bibl">D.C.53.2</span>; πρός τινα <span class="bibl">Id.47.7</span>; περὶ τὰ στρατιωτικά <span class="bibl">Str.15.1.52</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in pl., <b class="b3">αἱ σ</b>. the [[collective magistracy]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1298a14</span>, <span class="bibl">Aen.Tact.4.11</span>, Anon. Hist. (<span class="title">FGrH</span>160) p.887 J., <span class="title">IG</span>7.15 (Megara, ii B.C.), 42(1).79 (Arcadian, found at Epid., ii B.C.), Decr.Aetol. ap. <span class="bibl">Eust.270.40</span>, <span class="bibl">Plb.27.2.11</span>, etc.: so in sg., <span class="title">SIG</span>426.32 (Bargylia, found at Teos, iii B.C.), al., <span class="bibl">Str.5.3.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:50, 11 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A joint administration or government, τινων D.C.53.2; πρός τινα Id.47.7; περὶ τὰ στρατιωτικά Str.15.1.52. II in pl., αἱ σ. the collective magistracy, Arist.Pol.1298a14, Aen.Tact.4.11, Anon. Hist. (FGrH160) p.887 J., IG7.15 (Megara, ii B.C.), 42(1).79 (Arcadian, found at Epid., ii B.C.), Decr.Aetol. ap. Eust.270.40, Plb.27.2.11, etc.: so in sg., SIG426.32 (Bargylia, found at Teos, iii B.C.), al., Str.5.3.2.
German (Pape)
[Seite 1004] ἡ, die Mitherrschaft, Mitverwaltung der Regierung od. eines obrigkeitlichen Amtes; – αἱ συναρχίαι, die sämmtlichen Magistratsmitglieder, Magistratsversammlung; Arist. polit. 4, 14; Pol. 4, 4, 2. 27, 2, 11.
Greek (Liddell-Scott)
συναρχία: ἡ, κοινὴ διοίκησις ἢ κυβέρνησις, τινῶν Δίων Κ. 53. 2· πρός τινα ὁ αὐτ. 47. 7· περὶ τὰ στρατιωτικὰ Στράβ. 708. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ συναρχίαι, οἱ ἄρχοντες ὁμοῦ, συλλήβδην, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 4, Ψήφισμ. Αἰτωλ. παρ’ Εὐστ. 279. 40, Πολύβ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 pouvoir commun ou partagé, notamment en parl. du triumvirat à Rome;
2 αἱ συναρχίαι magistrature collective.
Étymologie: σύναρχος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σύναρχος
η ταυτόχρονη συνύπαρξη περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού διοίκηση («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ συναρχίαι
όλοι οι άρχοντες μαζί, οι άρχοντες γενικά
2. φρ. «συναρχία περί τι» — εξάσκηση στην από κοινού διοίκηση (Στράβ.).
Greek Monotonic
συναρχία: ἡ (ἀρχή),
I. συνδιοίκηση, συγκυβέρνηση, σε Στράβ.
II. στον πληθ., αἱ συναρχίαι, συλλογική άσκηση εξουσίας, σώμα αρχόντων που ασκούν εξουσία, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναρχία -ας, ἡ [σύναρχος] in plur. colleges van bestuur(ders).
Middle Liddell
συν-αρχία, ἡ, ἀρχή
I. joint administration, Strab.
II. in pl., αἱ συναρχίαι, the collective magistracy, Arist.