ἀμφίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(3)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfikarpos
|Transliteration C=amfikarpos
|Beta Code=a)mfi/karpos
|Beta Code=a)mfi/karpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fruiting both above and below ground, amphicarpic</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.6.12</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fruiting both above and below ground, amphicarpic</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.6.12</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:30, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκαρπος Medium diacritics: ἀμφίκαρπος Low diacritics: αμφίκαρπος Capitals: ΑΜΦΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: amphíkarpos Transliteration B: amphikarpos Transliteration C: amfikarpos Beta Code: a)mfi/karpos

English (LSJ)

ον,    A fruiting both above and below ground, amphicarpic, Thphr.HP1.6.12.

German (Pape)

[Seite 139] auf beiden Seiten Früchte habend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκαρπος: -ον, ὁ πανταχόθεν καρποφορῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 6, 12.

Spanish (DGE)

-ον
de plantas que dan frutos subterráneos y aéreos, anficárpicas Thphr.HP 1.6.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίκαρπος, -ον) [[[καρπός]]]
λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών είτε ως προς τη μορφή ή ως προς την εποχή ωριμάσεώς τους
αρχ.
λέγεται για το φυτό που βγάζει καρπούς και επάνω και κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + καρπός].
ο Βοτ.
γένος φυτών της οικογένειας τών Χεδρωπών με λίγα είδη, ιθαγενή της Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα σύνθετα τρίφυλλα και άνθη λευκά ή πορφυρόχρωμα.