ἀπόσπασμα: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apospasma | |Transliteration C=apospasma | ||
|Beta Code=a)po/spasma | |Beta Code=a)po/spasma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is torn off, a piece, rag, shred</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span> 113b</span>; [[branch]], [[division of a tribe]], <span class="bibl">Str.9.5.12</span>, cf. <span class="bibl">Agatharch.57</span>: generally, [[a detached portion]] or [[particle]], ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>329</span>, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, <span class="bibl">Ph.1.119</span>; μύθου <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[avulsion]], [[tearing apart]] of bones, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>23</span>, cf. Gal.18(2).887.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 12 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is torn off, a piece, rag, shred, Pl.Phd. 113b; branch, division of a tribe, Str.9.5.12, cf. Agatharch.57: generally, a detached portion or particle, ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα Epicur.Fr.329, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, Ph.1.119; μύθου Corn.ND17. 2 avulsion, tearing apart of bones, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
German (Pape)
[Seite 325] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσπασμα: -ατος, τὸ (ἀποσπάω) πᾶν μικρὸν μέρος ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· κλάδος διαίρεσις φυλῆς, Στράβ. 434· καθόλου ἀπεσπασμένον μέρος ἢ μόριον, Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ σπέρμα Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) κάταγμα τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) ἀπόσπασμα ἢ τεμάχιον ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
partie détachée d’un tout ; extrait.
Étymologie: ἀποσπάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fragmento, trozo, pedazo ἡλίου de la luna Ach.Tat.Intr.Arat.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.Phd.113b
•rama de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57
•partícula ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.Fr.[161], cf. Zeno.Stoic.1.36, Chrysipp.Stoic.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119
•fragmento de un texto, Corn.ND 17.
2 medic. torcedura de los huesos, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
3 usos inciertos
a) trad. del hápax hebr. queres ‘mosquito’ἀπόσπασμα ἀπὸ βορρά ἦλθεν LXX Ie.26.20 (= Ie.46.20 text. hebr.);
b) trad. del hápax hebr. gisrah ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ ἀπόσπασμα αὐτῶν LXX La.4.7.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἀπόσπασμα)
μσν.- νεοελλ.
τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση
νεοελλ.
1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας
2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση
αρχ.
1. γεν. κάθε μικρό τμήμα που αποσπάται ή αποχωρίζεται από ένα σύνολο
2. κλάδος, υποδιαίρεση φυλής
3. σπάσιμο, κάταγμα.
Greek Monotonic
ἀπόσπασμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί ή αποσπαστεί, τεμάχιο, ράκος, απόκομμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσπασμα: ατος τό кусок, клочок Plat., Plut.
Middle Liddell
[From ἀποσπάω
that which is torn off, a piece, rag, shred, Plat.