ὑδατικός: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydatikos
|Transliteration C=ydatikos
|Beta Code=u(datiko/s
|Beta Code=u(datiko/s
|Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σημεῖον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span> 11</span>,<span class="bibl">17</span>; [[πρόσοδος]] revenue <b class="b2">derived from water-rights</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>2.160.7</span> (ii A. D.); [[πόρος]] Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>521</span>; <b class="b3">ἡ ὑ. σφαῖρα</b> the globe [[of waters]], in reference to tidal phases, Nicom. ap. <span class="title">Theol.Ar.</span>45.</span>
|Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σημεῖον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span> 11</span>,<span class="bibl">17</span>; [[πρόσοδος]] revenue <b class="b2">derived from water-rights</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>2.160.7</span> (ii A. D.); [[πόρος]] Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>521</span>; <b class="b3">ἡ ὑ. σφαῖρα</b> the globe [[of waters]], in reference to tidal phases, Nicom. ap. <span class="title">Theol.Ar.</span>45.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:10, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτικός Medium diacritics: ὑδατικός Low diacritics: υδατικός Capitals: ΥΔΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hydatikós Transliteration B: hydatikos Transliteration C: ydatikos Beta Code: u(datiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq.,    A σημεῖον Thphr.Sign. 11,17; πρόσοδος revenue derived from water-rights, PSI2.160.7 (ii A. D.); πόρος Sch.Ar.Pl.521; ἡ ὑ. σφαῖρα the globe of waters, in reference to tidal phases, Nicom. ap. Theol.Ar.45.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., σημεῖον Θεοφρ. περὶ Πυρ. 1. 17· πόρος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 521.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδατικός, -ή, -όν, ΝΑ ὕδωρ, ὕδατος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό
2. φρ. α) «υδατική κρέμα» — ειδική καλλυντική κρέμα η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο ενυδάτωσης του δέρματος
β) «υδατικές δουλείες»
(νομ.) οι δουλείες υπονόμου, υδραγωγείου, διοχετεύσεως, αποχετεύσεως ή αντλήσεως νερού κ.ά.
γ) «υδατικό δυναμικό»
(φυσιολ.-φυσ.-χημ.) μέτρο της θερμοδυναμικής ενέργειας που είναι διαθέσιμη σε ένα υδατικό διάλυμα για να προκαλέσει τη διέλευση τών μορίων του νερού διά μέσου μιας ημιπερατής μεμβράνης κατά το φαινόμενο της ώσμωσης
δ) «υδατικό ισοζύγιο»
βιολ. η διαφορά μεταξύ του ρυθμού απορρόφησης νερού από ένα φυτό και της υδατικής απώλειας
αρχ.
υδάτινος.