άγκιστρο: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄγκιστρον]])<br /><b>1.</b> αλιευτικό όργανο, το [[αγκίστρι]]<br /><b>2.</b> [[γάντζος]], [[αρπάγη]], [[τσιγκέλι]]<br /><b>3.</b> [[αγκιστροειδής]] [[βελόνα]] της μηχανής τών βιβλιοδετών, με την οποία ανασύρουν την [[κλωστή]]<br /><b>4.</b> <b>Μαθημ.</b> τα σύμβολα {, }, που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] στη [[θεωρία]] τών συνόλων για να γράφουμε [[ανάμεσα]] τους τα στοιχεία ενός συνόλου, π.χ. Α={1, 2, 3}<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γάντζος]] του αδραχτιού<br /><b>2.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με τά [[ἄγκος]], [[ἀγκάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγκιστρεύω]], [[ἀγκίστριον]], <i>ἀγκιστροῦμαι</i>, [[ἀγκιστρώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκιστρώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀγκιστροειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκιστροποιός]], [[αγκιστροφόρος]]].
|mltxt=το (Α [[ἄγκιστρον]])<br /><b>1.</b> αλιευτικό όργανο, το [[αγκίστρι]]<br /><b>2.</b> [[γάντζος]], [[αρπάγη]], [[τσιγκέλι]]<br /><b>3.</b> [[αγκιστροειδής]] [[βελόνα]] της μηχανής τών βιβλιοδετών, με την οποία ανασύρουν την [[κλωστή]]<br /><b>4.</b> <b>Μαθημ.</b> τα σύμβολα {, }, που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] στη [[θεωρία]] τών συνόλων για να γράφουμε [[ανάμεσα]] τους τα στοιχεία ενός συνόλου, π.χ. Α={1, 2, 3}<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γάντζος]] του αδραχτιού<br /><b>2.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με τά [[ἄγκος]], [[ἀγκάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγκιστρεύω]], [[ἀγκίστριον]], <i>ἀγκιστροῦμαι</i>, [[ἀγκιστρώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκιστρώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀγκιστροειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγκιστροποιός]], [[αγκιστροφόρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α ἄγκιστρον)
1. αλιευτικό όργανο, το αγκίστρι
2. γάντζος, αρπάγη, τσιγκέλι
3. αγκιστροειδής βελόνα της μηχανής τών βιβλιοδετών, με την οποία ανασύρουν την κλωστή
4. Μαθημ. τα σύμβολα {, }, που χρησιμοποιούνται κυρίως στη θεωρία τών συνόλων για να γράφουμε ανάμεσα τους τα στοιχεία ενός συνόλου, π.χ. Α={1, 2, 3}
αρχ.
1. ο γάντζος του αδραχτιού
2. χειρουργικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από την ίδια ρίζα με τά ἄγκος, ἀγκάλη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεύω, ἀγκίστριον, ἀγκιστροῦμαι, ἀγκιστρώδης
νεοελλ.
αγκιστρώνω.
ΣΥΝΘ. ἀγκιστροειδής
νεοελλ.
αγκιστροποιός, αγκιστροφόρος].