άνισος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄνισος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[ίσος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άδικος]], [[μεροληπτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακανόνιστος]], [[ασύμμετρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανόμοιος]], [[διαφορετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[άνισος]] [[πολιτεία]]» — η [[ολιγαρχία]]<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἄνισοι</i><br />οι ολιγαρχικοί<br /><b>3.</b> τὸ [[ἄνισον]]<br />η [[ανισότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄνισος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[ίσος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άδικος]], [[μεροληπτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακανόνιστος]], [[ασύμμετρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανόμοιος]], [[διαφορετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[άνισος]] [[πολιτεία]]» — η [[ολιγαρχία]]<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἄνισοι</i><br />οι ολιγαρχικοί<br /><b>3.</b> τὸ [[ἄνισον]]<br />η [[ανισότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ίσος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανισότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανισώ]] (II), [[ανίσως]] (II), [[ανίσωση]] (-<i>ις</i>) (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανισεπίπεδος]], [[ανισοβαρής]], [[ανισογώνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανισήλικος]], [[ανισοδιάστατος]], [[ανισολαμπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανίσανθα</i>, [[ανισοβύθιστος]], [[ανισογαμία]], [[ανισομεγέθης]], [[ανισομερής]], <i>ανισοπλία</i>, [[ανισόψηφος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄνισος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο
2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός
νεοελλ.
ακανόνιστος, ασύμμετρος
μσν.
ανόμοιος, διαφορετικός
αρχ.
φρ.
1. «άνισος πολιτεία» — η ολιγαρχία
2. οἱ ἄνισοι
οι ολιγαρχικοί
3. τὸ ἄνισον
η ανισότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αν- στερ. + ίσος.
ΠΑΡ. ανισότητα
αρχ.
ανισώ (II), ανίσως (II), ανίσωση (-ις) (II).
ΣΥΝΘ. ανισεπίπεδος, ανισοβαρής, ανισογώνιος
αρχ.
ανισήλικος, ανισοδιάστατος, ανισολαμπής
νεοελλ.
ανίσανθα, ανισοβύθιστος, ανισογαμία, ανισομεγέθης, ανισομερής, ανισοπλία, ανισόψηφος].