έριθος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔριθος]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα για θεριστές) [[εργάτης]] με [[ημερομίσθιο]]<br /><b>2.</b> <b>μτγν.</b> <i>αἱ ἔριθοι</i><br />εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το [[μαλλί]], κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)<br /><b>3.</b> (και για αράχνες) <b>φρ.</b> «[[πάντα]] δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («[[τλήμων]] γαστρὸς [[ἔριθος]]» — ο δυστυχισμένος [[υπηρέτης]] της κοιλιάς, δηλ. το [[αέριο]] που προέρχεται από την [[κοιλιά]], η [[πορδή]], Ύμν. εις Ερμ·).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>έριον</i> [[είναι]] [[καθαρά]] παρετυμολογική. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[εριθάκη]] και [[ερίθακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>εριθακής</i>, [[εριθεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>συν</i>-[[έριθος]] και <i>φιλ</i>-[[έριθος]]].
|mltxt=[[ἔριθος]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα για θεριστές) [[εργάτης]] με [[ημερομίσθιο]]<br /><b>2.</b> <b>μτγν.</b> <i>αἱ ἔριθοι</i><br />εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το [[μαλλί]], κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)<br /><b>3.</b> (και για αράχνες) <b>φρ.</b> «[[πάντα]] δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («[[τλήμων]] γαστρὸς [[ἔριθος]]» — ο δυστυχισμένος [[υπηρέτης]] της κοιλιάς, δηλ. το [[αέριο]] που προέρχεται από την [[κοιλιά]], η [[πορδή]], Ύμν. εις Ερμ·).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>έριον</i> [[είναι]] [[καθαρά]] παρετυμολογική. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[εριθάκη]] και [[ερίθακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>εριθακής</i>, [[εριθεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>συν</i>-[[έριθος]] και <i>φιλ</i>-[[έριθος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἔριθος, ὁ, ἡ (Α)
1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο
2. μτγν. αἱ ἔριθοι
εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)
3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.)
4. μτφ. υπηρέτης, δούλοςτλήμων γαστρὸς ἔριθος» — ο δυστυχισμένος υπηρέτης της κοιλιάς, δηλ. το αέριο που προέρχεται από την κοιλιά, η πορδή, Ύμν. εις Ερμ·).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.
η σύνδεση της λ. με το έριον είναι καθαρά παρετυμολογική. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα εριθάκη και ερίθακος.
ΠΑΡ. αρχ. εριθακής, εριθεύομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. συν-έριθος και φιλ-έριθος].