ήττα: Difference between revisions
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
(16) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἧττα]], και παλαιότ. αττ. τ. [[ήσσα]])<br /><b>1.</b> [[αποτυχία]], [[καταστροφή]] στον πόλεμο, [[ατυχής]] [[έκβαση]] μάχης<br /><b>2.</b> [[ατυχής]], αποτυχημένη [[έκβαση]] ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («[[ήττα]] στις εκλογές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχώρηση]] σε [[κάτι]], [[εξασθένηση]] της προσωπικότητας ή της βούλησης σε [[κάτι]] («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἧτταν προσίεμαι» — [[αφήνω]] να νικηθώ, [[δέχομαι]] να νικηθώ (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (AM [[ἧττα]], και παλαιότ. αττ. τ. [[ήσσα]])<br /><b>1.</b> [[αποτυχία]], [[καταστροφή]] στον πόλεμο, [[ατυχής]] [[έκβαση]] μάχης<br /><b>2.</b> [[ατυχής]], αποτυχημένη [[έκβαση]] ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («[[ήττα]] στις εκλογές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποχώρηση]] σε [[κάτι]], [[εξασθένηση]] της προσωπικότητας ή της βούλησης σε [[κάτι]] («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἧτταν προσίεμαι» — [[αφήνω]] να νικηθώ, [[δέχομαι]] να νικηθώ (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. [[ηττώμαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα)
1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης
2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές»)
αρχ.
1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», Πλάτ.)
2. φρ. «ἧτταν προσίεμαι» — αφήνω να νικηθώ, δέχομαι να νικηθώ (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ηττώμαι].