αισχρουργός: Difference between revisions
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν (Α [[αἰσχρουργός]])<br />αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, [[φαύλος]], [[κακοήθης]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράξεις) [[ανήθικος]], [[αισχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-όν (Α [[αἰσχρουργός]])<br />αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, [[φαύλος]], [[κακοήθης]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράξεις) [[ανήθικος]], [[αισχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰσχρουργία]], <i>αἰσχρουργῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
-όν (Α αἰσχρουργός)
αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης
μσν.
(για πράξεις) ανήθικος, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + -εργὸς < ἔργον.
ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ].