αιτιατός: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτιατός]], -ή, -όν) [[αἰτιῶμαι]]<br />αυτός που προκύπτει από κάποια [[αιτία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>αιτιατόν</i><br />το [[αποτέλεσμα]] αιτίας, σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>αἴτιον</i><br /><b>μσν.</b><br />[[υπαίτιος]], [[ένοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτιατός]], -ή, -όν) [[αἰτιῶμαι]]<br />αυτός που προκύπτει από κάποια [[αιτία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>αιτιατόν</i><br />το [[αποτέλεσμα]] αιτίας, σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>αἴτιον</i><br /><b>μσν.</b><br />[[υπαίτιος]], [[ένοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[αἰτιατός]] παράγεται [[είτε]] απευθείας από το ο. <i>αἰτιῶμαι</i> ως ρημ. [[επίθετο]] [[είτε]], λόγω της σημασίας του («ο προκύπτων από ορισμένη [[αιτία]]»), από τη λ. [[αἰτία]], που φαίνεται πιθανότερο. Σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα (<i>ἡ</i>) [[αἰτία]] και (<i>τὸ</i>) <i>αἴτιον</i> που δηλώνουν «την προκαλούσα [[αιτία]]» (causa), το επίθ. [[αἰτιατός]] και το Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερό του (<i>τὸ αἰτιατὸν</i>) δηλώνουν το [[αποτέλεσμα]] της αιτίας. Έτσι εξηγείται και η [[ονομασία]] του σημασιοσυντακτικού όρου <i>αἰτιατική</i> ([[πτώση]]) από τους Στωικούς, ως πτώσεως που δηλώνει το [[αποτέλεσμα]] της ενέργειας του ρήματος, όρου που [[κακώς]] αποδόθηκε από τους Λατίνους γραμματικούς ως <i>accusativus</i> (<i>casus</i>) [[αντί]] του ορθού <i>effectivus</i> (η [[πτώση]] του αποτελέσματος, όχι της αιτίας, όπως σημαίνει ο όρος <i>accusativus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰτιατικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτιατός, -ή, -όν) αἰτιῶμαι
αυτός που προκύπτει από κάποια αιτία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αιτιατόν
το αποτέλεσμα αιτίας, σε αντίθεση προς το αἴτιον
μσν.
υπαίτιος, ένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. αἰτιατός παράγεται είτε απευθείας από το ο. αἰτιῶμαι ως ρημ. επίθετο είτε, λόγω της σημασίας του («ο προκύπτων από ορισμένη αιτία»), από τη λ. αἰτία, που φαίνεται πιθανότερο. Σε αντίθεση προς τα (ἡ) αἰτία και (τὸ) αἴτιον που δηλώνουν «την προκαλούσα αιτία» (causa), το επίθ. αἰτιατός και το Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερό του (τὸ αἰτιατὸν) δηλώνουν το αποτέλεσμα της αιτίας. Έτσι εξηγείται και η ονομασία του σημασιοσυντακτικού όρου αἰτιατική (πτώση) από τους Στωικούς, ως πτώσεως που δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, όρου που κακώς αποδόθηκε από τους Λατίνους γραμματικούς ως accusativus (casus) αντί του ορθού effectivus (η πτώση του αποτελέσματος, όχι της αιτίας, όπως σημαίνει ο όρος accusativus).
ΠΑΡ. αἰτιατικός.